Μαραθώνιος: Από τον Φειδιππίδη στο Σπύρο Λούη
Ο Μαραθώνιος Δρόμος είναι ωραίος αγώνας αντοχής δρόμου κάλυψης επίσημης απόστασης 42,195 χιλιομέτρων (26,219 μίλια), που περιλαμβάνεται στα σύγχρονα ολυμπιακά αθλήματα.
Ο αγώνας ονομάζεται έτσι από την ιστορική διαδρομή του Αθηναίου στρατιώτη ημεροδρόμου Φειδιππίδη που μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.χ) έτρεξε από το πεδίο της μάχης στην Αθήνα για να μεταφέρει τα νικητήρια νέα με τη λέξη «νενικήκαμεν». Η ιστορική ακρίβεια αυτού του γεγονότος επιβεβαιώνεται από τον Φιλόστρατο, που αναφέρεται στο θεσμό των στρατιωτών ημεροδρόμων αγγελιαφόρων, τον Ηρόδοτο, τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό.
Ιστορία
Ο Μαραθώνιος προέρχεται από την ιστορία ενός Έλληνα αγγελιοφόρου. Σύμφωνα με αυτή, ο Μιλτιάδης αμέσως μετά την περίφημη εκείνη μάχη απέστειλε τον Φειδιππίδη, που θεωρούνταν ο ταχύτερος τότε ημεροδρόμος του αθηναϊκού στρατού, από το πεδίο του Μαραθώνα στην Αθήνα για να αναγγείλει τη νίκη κατά των Περσών. Λέγεται ότι έτρεξε όλη την απόσταση χωρίς διακοπή και μπήκε στην Συνέλευση της Βουλής, όπου αναφώνησε “Νενικήκαμεν” (νικήσαμε) πριν καταρρεύσει και πεθάνει.
Η ιστορία του Φειδιππίδη
Συχνά η προσωπικότητα του Φειδιππίδη ταυτίζεται με τον στρατιώτη ο οποίος, σύμφωνα με τον τότε θεσμό, μετά το πέρας της μάχης έτρεξε πάνοπλος ως την πόλη της Αθήνας καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων και όταν έφθασε αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!». Στην πραγματικότητα όμως το όνομα του στρατιώτη αυτού παραμένει άγνωστο.
Η ιστορία της πορείας από το Μαραθώνα στην Αθήνα εμφανίζεται αρχικά στον Πλούταρχο στη «στην Δόξα της Αθήνας» του 1ου αιώνα π.χ που αναφέρει την χαμένη εργασία του Ηρακλείδη Ποντικού. Αυτός δίνει το όνομα του δρομέα ως είτε Θέρσιπος ή Ευκλής. Ο Λουκιανός (2ος αιώνας π.X.) επίσης δίνει την ιστορία αλλά ονομάζει το δρομέα Φειλιππίδη (εκ παραφθοράς του ονόματος Φειδιππίδη). Η ιστορική ακρίβεια ίσως του ονόματος δεν είναι εξακριβωμένη. Ο Ηρόδοτος, η κύρια πηγή για τους ελληνο-περσικούς πολέμους, αναφέρει τον Φειδιππίδη ως τον αγγελιοφόρο που έτρεξε από την Αθήνα στη Σπάρτη ζητώντας βοήθεια, και έτρεξε έπειτα πίσω, μια απόσταση άνω των 240 χιλιομέτρων . Σύμφωνα με τον «πατέρα της Ιστορίας», η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική, λόγω αυστηρού εθίμου. Σε μερικά χειρόγραφα το όνομα του δρομέα μεταξύ της Αθήνας και Σπάρτης δίνεται ως Φειλιππίδης.
Ο Ηρόδοτος δεν κάνει καμία αναφορά για κανένα αγγελιοφόρο που στέλνεται από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Αναφέρει ότι το κύριο μέρος του αθηναϊκού στρατού, που έχει αγωνίστηκε ήδη και κέρδισε την εξαντλητική μάχη, φοβάται μια ναυτική επιδρομή από τον Περσικό στόλο ενάντια σε μια ανυπεράσπιστη Αθήνα, και βάδισε γρήγορα πίσω από τη μάχη στην Αθήνα, φθάνοντας την ίδια μέρα.
Η ιστορική διαδρομή
Μεταξύ του Μαραθώνα και της Αθήνας υπάρχει η Πεντέλη, έτσι αυτό σημαίνει ότι, εάν ο Φειδιππίδης έκανε πραγματικά το διάσημο τρέξιμό του μετά από τη μάχη, έπρεπε να τρέξει γύρω από το βουνό.
Η προφανέστερη διαδρομή ταιριάζει σχεδόν ακριβώς με τη σύγχρονη εθνική οδό Μαραθώνα-Αθήνας, που ακολουθεί την εθνική οδό προς τα νότια από τον κόλπο Μαραθώνα και κατά μήκος της ακτής, κατόπιν ένας ομαλός αλλά παρατεταμένος ανήφορος δυτικά προς την ανατολική προσέγγιση στην Αθήνα, μεταξύ Υμηττού και Πεντέλης, και έπειτα κατηφορικά προς την Αθήνα. Αυτή η διαδρομή είναι περίπου 42 χιλιόμετρα και καθορίζει τα πρότυπα για την απόσταση.
Εντούτοις υπάρχει μια άλλη θεωρία, ότι ο Φειδιππίδης είχε ακολουθήσει μια άλλη διαδρομή: μια δυτική ανάβαση κατά μήκος των ανατολικών και βόρειων προπόδων της Πεντέλης, στο πέρασμα Διόνυσος, και έπειτα μια ευθεία νότια πορεία προς τα κάτω στην Αθήνα. Αυτή η διαδρομή είναι αρκετά μικρότερη, περίπου 35 χιλιόμετρα, αλλά είναι πολύ απότομη.
Γέννηση του Μαραθωνίου
Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ως άθλημα «μαραθώνιος δρόμος», αλλά και ούτε είχε θεσμοθετηθεί κάτι παρόμοιο. Όταν οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν πραγματικότητα στο τέλος του 19ου αιώνα, οι ιδρυτές και οι διοργανωτές έψαχναν ένα μεγάλο γεγονός, που να υπενθυμίζει την αρχαία δόξα της Ελλάδας.
Η ιδέα της οργάνωσης του αγώνα του μαραθωνίου προήλθε από τον Γάλλο γλωσσολόγο και ελληνιστή Μισέλ Μπρεάλ (Michel Bréal), ο οποίος πρότεινε κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα «την επανάληψη του διάσημου εκείνου δρόμου που εξετέλεσε ο στρατιώτης του Μαραθώνος». Μάλιστα λέγεται για τον Μπρεάλ, πως αν και είχε ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων με θέματα από την Ελληνική Μυθολογία και την αρχαία ελληνική ιστορία, αρχικά όταν έκανε την παραπάνω πρόταση δεν γνώριζε πόση ήταν στην πραγματικότητα η απόσταση αυτή. Όταν όμως ενημερώθηκε ότι αυτή ήταν περίπου 40 χλμ. προσπάθησε να υπαναχωρήσει πλην όμως ήταν αργά, καθώς το αγώνισμα είχε ήδη συμπεριληφθεί στο επίσημο πρόγραμμα των αγώνων και είχε σταλεί σε διάφορες χώρες. Τελικά προσφέρθηκε να αθλοθετήσει ο ίδιος το νέο αυτό αγώνισμα, για το οποίο και ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ αθλοθέτησε κύπελλο.
Αυτή η ιδέα υποστηρίχθηκε και από τον Πιερ ντε Κουμπερτέν (Pierre de Coubertin), τον ιδρυτή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς επίσης και τους Έλληνες. Ο νικητής του πρώτου ολυμπιακού μαραθωνίου το 1896 (μόνο για άνδρες) ήταν ο Σπύρος Λούης, ένας Έλληνας μεταφορέας νερού. Νίκησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες με χρόνο 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
Ο μαραθώνιος των γυναικών εισήχθη στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 (Λος Άντζελες, ΗΠΑ) και κερδήθηκε από την Joan Benoit των Ηνωμένων Πολιτειών με χρόνο 2 ωρών 24 λεπτά και 52 δευτερόλεπτα. Έχει γίνει παράδοση ο μαραθώνιος των ανδρών να είναι το τελευταίο αγώνισμα με τερματισμό στο Ολυμπιακό Στάδιο, και συχνά ώρες αργότερα, η τελετή λήξης.
Ο μαραθώνιος των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 αναβίωσε στην παραδοσιακή διαδρομή από τον Μαραθώνα στην Αθήνα που τερματίζει στο Παναθηναϊκό στάδιο.
Το ολυμπιακό ρεκόρ είναι 2:06:32, από το 2008, από τον Κενυάτη Samuel Kamau Wanjiru.
Σήμερα περισσότεροι από 800 μαραθώνιοι γίνονται σε όλο τον κόσμο κάθε έτος, με τη μεγάλη πλειοψηφία να είναι ερασιτέχνες που τρέχουν για φιλανθρωπικούς σκοπούς ή απλά για την εμπειρία. Οι μεγαλύτεροι μαραθώνιοι έχουν δεκάδες χιλιάδες συμμετεχόντων.
Ολυμπιακός Μαραθώνιος του 1896
Ο Μαραθώνιος κατέστη ένα από τα πρώτα σύγχρονα ολυμπιακά αθλήματα των αγώνων του 1896, του οποίου η συναρπαστική ιστορία ξεκινά στις 10 Μαρτίου του 1896 (π.η.) όπου στην Αθήνα διεξάχθηκαν οι πανελλήνιοι προκριματικοί του αγωνίσματος για τον καθορισμό των πρώτων έξι αθλητών που θα λάμβαναν μέρος στους επίσημους Ολυμπιακούς τον επόμενο μήνα. Αφέτης του προκριματικού εκείνου αγώνα ήταν ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος. Μετείχαν 38 δρομείς και οι τρεις πρώτοι νικητές ήταν:
- Πρώτος ο Χ. Βασιλάκος (ελεύθερης συμμετοχής) που πέτυχε χρόνο 3 ώρες και 18 πρώτα λεπτά.
- Δεύτερος ο Ν. Μπελόκας (αθλητής του Πανελληνίου) με χρόνο 3 ώρες και 21 πρώτα λεπτά και
- Τρίτος ο Δ. Δεληγιάννης (επίσης αθλητής του Πανελληνίου) με χρόνο 3 ώρες και 33 πρώτα λεπτά.
Κρίνοντας όμως η επιτροπή ότι οι προβλεπόμενοι έξι θα ήταν πολύ λίγοι έναντι του αριθμού των συμμετοχών των ξένων χωρών αποφασίστηκε την επόμενη ημέρα να αυξηθούν σε 16 και να γίνουν σχετικές ανακοινώσεις για συμμετοχή και άλλων αθλητών, αναρτώντας έντυπα στην Αθήνα και στην επαρχία. Έτσι οι νέες εγγραφές αθλητών έφθασαν τις 85. Στους δεύτερους προκριματικούς που ακολούθησαν, στις 25 Μαρτίου (την ημέρα έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων) έλαβαν μέρος οι 38 από τους 85 όπου και προκρίθηκαν οι:
- Πρώτος ο Δ. Δεληγιάννης με χρόνο 3 ώρες και 3 λεπτά
- Δεύτερος ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλακ
- Τρίτος ο Ν. Μπελόκας, ….7ος ο Χ. Βασιλάκος και 17ος ο Σπύρος Λούης με 3 ώρες και 22΄.
Αν και η Ελλανόδικος Επιτροπή είχε αποφασίσει την πρόκριση μόνο των πρώτων 16 μετά από απαίτηση του Τ/ρχη Παπαδιαμαντόπουλου έγινε δεκτή η συμμετοχή του Σ. Λούη, αν και ο χρόνος του υστερούσε κατά 4΄ από εκείνον του Βασιλάκου στους Πανελληνίους, επειδή ο 2ος μαραθώνιος έγινε σε λασπώδες έδαφος εξαιτίας της προηγηθείσας βροχής.
Ο Πρώτος επίσημος Ολυμπιακός Μαραθώνιος διεξήχθη την 5η ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, των πρώτων από της αναβίωσής τους, στις 29 Μαρτίου του 1896 ημέρα Παρασκευή. Αφετηρία ήταν ο Τύμβος του Μαραθώνα και ακολουθώντας την πιθανότερη και ασφαλή κατά τους ιστορικούς διαδρομή, δηλαδή διαδρομή Βρανά – Εκάλη – Κηφισιά – Ψυχικό – Αθήνα (λεωφόρο Κηφισίας) – Ηρώδου Αττικού, τερμάτισε εντός του Παναθηναϊκού Σταδίου, η ανέγερση του οποίου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, που ήταν κατάμεστο από κόσμο.
Κατά τη διαδρομή υπήρξαν πολλές αλλαγές στη θέση των πρώτων δρομέων. Στα πρώτα 10 χιλιόμετρα προηγούνταν σαφώς οι ξένοι δρομείς Λερμουσό (Lermusiau), Φλακ (Flack) και Μπλαίηκ (Blake), μετά όμως από τα 20 χλμ. που αποτελούσε το μέσο της διαδρομής άρχισαν οι Έλληνες δρομείς Βασιλάκος, Λούης και Μπελόκας να αναπτύσσουν την ταχύτητά τους. Στο 23ο χλμ. ο Μπλαίηκ δεν αντέχει άλλο και εγκαταλείπει τον αγώνα. Στο 32ο χλμ ο Λερμουζό παράπεσε χάνοντας πολύτιμο χρόνο, ενώ λίγο μετά εγκαταλείπει και ο Φλακ, οπότε και τέθηκαν στην αρχή του αγώνα ο Λούης ακολουθούμενος από τον Βασιλάκο.
Σύμφωνα με αφήγηση του Βασιλάκου, ως το Σταυρό της Αγ. Παρασκευής έτρεχαν μαζί με το Λούη, αλλά εκεί τους εγκατέλειψαν οι συνοδοί αξιωματικοί και έσπευσαν στον Στάδιο. Τότε πολλοί χωρικοί, συντοπίτες του Λούη, οι οποίοι παρακολουθούσαν άρχισαν να τον επευφημούν και στη συνέχεια τον ακολούθησαν με άλογα, κάρα και ποδήλατα εμποδίζοντας τον Βασιλάκο να προσπεράσει: “οι παριστάμενοι χωρικοί ηκολούθησαν τον Λούη ενθαρρύνοντες αυτόν. Κατόπιν τον ηκολούθησαν άμαξαι, κάρρα, ποδήλατα, ίπποι κτλ. Εγώ δεν έσπευσα να διασχίσω το πλήθος δια να τον νικήσω ή να τον συναγωνισθώ και κατ’ ανάγκην παρέμεινα όπισθεν του πλήθους.”
Όταν ιππέας αγγελιαφόρος φτάνει στο Στάδιο και αναγγέλλει «προηγείται Έλλην» ακολούθησε παραλήρημα. Ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος σπεύδει και αναμένει τον πρώτο δρομέα στη συμβολή των οδών Λ. Κηφισίας (όπως λέγονταν τότε τη Βασιλίσσης Σοφίας) και Ηρώδου Αττικού όπου καταφθάνει ο Σπύρος Λούης τον οποίο και συνοδεύει τιμητικά μέχρι το τέρμα εντός του Σταδίου.
Η είσοδος του Λούη στο Στάδιο ξεσήκωσε όλους τους θεατές που όρθιοι παραληρούσαν και ζητωκραύγαζαν ρυθμικά το επίθετό του όπου και τερματίζει με χρόνο 2 ώρες, 58΄ και 50΄΄, ενώ δεύτερος εισήλθε στο Στάδιο, μόλις μετά επτά λεπτά, ο Χαρίλαος Βασιλάκος τερματίζοντας σε χρόνο 3 ώρες, 06΄ και 30΄΄.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 έζησαν εκείνη την ημέρα την σπουδαιότερη στιγμή. Απευθυνόμενος ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν στο Σπύρο Λούη του είπε «Σήμερα έγραψες ιστορία».
Σπύρος Λούης
Ο Σπύρος Λούης (12 Ιανουαρίου 1873 – 26 Μαρτίου 1940) ήταν Έλληνας μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και εθνικός ήρωας.
Γεννήθηκε στο Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς τότε που ακόμη δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό.
Τα προκαταρκτικά
Όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1894, άρχισαν οι προετοιμασίες για την διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Ένα από τα αγωνίσματα ήταν ο μαραθώνιος, άθλημα που δεν είχε διοργανωθεί ποτέ μέχρι τότε. Η πρόταση είχε γίνει από τον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος είχε εμπνευστεί από τον άθλο του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που είχε διανύσει την απόσταση ξεκινώντας από την πόλη του Μαραθώνα μέχρι στην Αθήνα για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Οι Έλληνες ήταν κατενθουσιασμένοι για το νέο άθλημα και αποφάσισαν να οργανώσουν προκαταρκτικούς αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που θα ήταν να δηλώσουν συμμετοχή. Διοργανωτής των προκαταρκτικών ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού, Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος ήταν διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1893–1895). Ο πρώτος προκαταρκτικός, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος αγώνας, διοργανώθηκε στις 22 Μαρτίου. Νικητής ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος με 3 ώρες, 18 λεπτά. Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, δύο εβδομάδες αργότερα. Ο Παπαδιαμαντόπουλος που θυμόταν τον Λούη για την αντοχή του στο τρέξιμο, τον είχε πείσει να δηλώσει συμμετοχή, και ο Λούης διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, πίσω από το νικητή Δημήτριο Δεληγιάννη.
Ο Μαραθώνιος ήταν να πραγματοποιηθεί στις 10 Απριλίου (ή στις 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα).
Ο Μαραθώνιος δρόμος
Η είσοδος του Λούη στο ολυμπιακό στάδιο,συνοδευόμενος στα τελευταία μέτρα από τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο.
Ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα. Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη έλαβαν μέρος. Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό (Albin Lermusiaux) που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα μπήκε νωρίς μπροστά και προηγείτο. Στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος.
Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Λερμουζιό κατέρρευσε από την εξάντληση. Το προβάδισμα ανέλαβε τώρα ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλακ που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να ελαττώνει την απόσταση, μέχρι που και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Λούη.
Εν τω μεταξύ, στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ειδικά όταν ένας αγγελιοφόρος με το ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι ο Αυστραλός προηγείτο. Ξαφνικά έφτασε και ένας άλλος αγγελιοφόρος που τον είχε στείλει κάποιος αστυνόμος μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά, και ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας ήταν πρώτος στον αγώνα δρόμου. Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας « Έλλην, Έλλην ! »
Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κέρναγαν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα. Δεν ξέρουμε αν τελικά τα πήρε όλα αυτά τα δώρα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε : « Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό. »
Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά τους Ολυμπιακούς γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
Μετά τους Ολυμπιακούς
Ο Σπύρος Λούης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο.
Το 1926, ο Λούης κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Μετά από ένα χρόνο και παραπάνω στη φυλακή, αθωώθηκε και βγήκε, ενώ η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο.
Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Στο ντοκιμαντέρ Ολυμπία – Η γιορτή των εθνών εμφανίζεται ο Λούης σε πρώτο πλάνο όταν πήρε μέρος στην εορταστική εναρκτήρια τελετή των αγώνων. Παρελαύνει κατά την είσοδο της ελληνικής ομάδας. Μπροστά πηγαίνει ένα αγοράκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας (γερμ. Griechenland), ακολουθούμενο από τον σημαιοφόρο που κρατάει την ελληνική σημαία. Αμέσως μετά έρχεται ο Λούης με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι. Η φορεσιά αυτή, έχει δωρηθεί και φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Λούης πέθανε λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Πολλές αθλητικές λέσχες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό φέρουν το όνομά του, όπως το κύριο στάδιο στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθήνας, τον τόπο διεξαγωγής των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά απέξω. Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος Spiridon-Louis-Ring που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό πάρκο.
Ο Μαραθώνιος του Λούη παρουσιάζεται και στην κινηματογραφική ταινία Συνέβη στην Αθήνα (It Happened in Athens), με την Τζέιν Μάνσφιλντ.
Η έκφραση στα ελληνικά : «Έγινε Λούης» λέγεται για κάποιον που εξαφανίζεται τρέχοντας γρήγορα.[5]
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CF%8E%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%8