Λαϊκισμός: Συνταγματισμού αιδώς
Γράφει ο Γιώργος Κανιμάς, Φοιτητής Νομικής ΔΠΘ
Η ιστορία αποτελεί κονίστρα, εντός της οποίας αδιάλειπτα ανά τους αιώνες παρατάσσονται, βρυχώνται και τελικά συγκρούονται αιτήματα και συμφέροντα κοινωνικών συσσωματώσεων και ομάδων . Η διαλεκτική αυτή εξέλιξη των κοινωνιών είχε ως αποτέλεσμα να βγάλει τον λαό από την χλεύη και την καταφρόνια, που του επιφύλασσαν κυρίως το δουλοκτητικό και το φεουδαρχικό σύστημα, και να του παραχωρήσει τον περίοπτο θώκο του κυρίαρχου.
Πράγματι, ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε, κατά τα προτάγματα των αστικών φιλελεύθερων επαναστάσεων, να αναγάγει την δημοκρατική αρχή σε οργανωτική βάση του πολιτεύματος της Ελλάδας, το οποίο, σύμφωνα με το Σ.1 παρ.1, δεν είναι άλλο από την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Άλλωστε, σύμφωνα και με το Σ.1 παρ.2 «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία», ενώ η επόμενη παράγραφος του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Μια υστερόβουλη και επιλεκτική, ωστόσο, ανάγνωση των παραπάνω διατάξεων και μια θυμική ερμηνεία της δημοκρατικής αρχής μπορεί να αποτελέσει – όπως και συμβαίνει συχνά, ιδιαίτερα σε έκρυθμες πολιτικές περιόδους – δικαιοπολιτικό έρεισμα στην ρητορεία δημεγερτών. Τι πιο ευχάριστο και απολαυστικό από το στομφώδες «Ο λαός είναι κυρίαρχος, ο λαός είναι παντοδύναμος» να γίνεται επωδός στην ομιλία ενός πολιτικού ηγέτη; Τι πιο συγκινητικό από το «Κανένας θεσμός, μόνο λαός», «Υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία του λαού», «Μαζί όλα τα μπορούμε», «Έφτασε η στιγμή του λαού, έφτασε η στιγμή η δική μας» και ακολούθως «Εμείς εναντίον αυτών» και πλείστα άλλα «ευφυή» ιδεολογήματα και τσιτάτα; Τι πιο συγκινητικό και τι πιο…επίμεμπτο;
Διότι τότε, αγαπητοί αναγνώστες, είναι που κηλιδώνεται η δημοκρατία μας με άφθονο συνταγματικό λαϊκισμό. Αίφνης, ο λαός θεοποιείται και, ως πάνσοφος και αλάνθαστος, ανάγεται στην υπέρτατη πηγή, από την οποία αντλεί νομιμοποίηση η δράση των οργάνων της κρατικής εξουσίας. Για αυτό και η επίκληση αυτού ή η καταφυγή σε αυτόν κυρίως μέσω δημοψηφισμάτων θεωρείται αδήριτη· προκειμένου να εξωτερικευθεί η βούληση του και να πραγματωθεί η λαϊκή κυριαρχία γνήσια και αδιαμεσολάβητα. Άλλωστε, πρέπει να πούμε ότι η βούληση και μόνο (!) του λαού, εκπρόσωπος της οποίας εμφανίζεται ο λαϊκιστής πολιτικός, φαίνεται να είναι αρκετή, για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος. Είναι και πολλά αυτά, μιας και τον αμίαντο λαό συνήθως τον επιβουλεύονται κάποιοι κακοί: οι ελίτ, οι τεχνοκράτες, οι τραπεζίτες, η Ε.Ε, οι Εβραίοι, οι Πακιστανοί, οι μαύροι, οι μετανάστες…
Ωστόσο, η ως άνω εκτεθείσα μία κυρίαρχη διαιρετική τομή (λαός – κοινός εχθρός / καλοί – κακοί) είναι φασματική και δόλια «σερβιρισμένη». Και αυτό, διότι ο λαός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λογιστεί ως μία ομοιογενής και αδιαίρετη οντότητα με ενιαία βούληση και κοινή ατραπό. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από επάλληλες κοινωνικές – ταξικές διαιρέσεις με αντιτιθέμενα συμφέροντα, αιτήματα και οράματα. Ακόμη, όμως, και αν ήταν ένας αδιάσπαστος εσμός ανθρώπων, θα αρκούσε τελικά η πολιτική βούληση αυτού, ώστε να αποφασίζει και να λειτουργεί αδέσμευτα ως «κυρίαρχος» μετά του «χαρισματικού» τιμονιέρη του; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι όχι!
Στο πολιτικό στερέωμα προέχει να βουλευόμεθα (σκεφτόμαστε) και όχι απλώς να βουλόμεθα (επιθυμούμε). Οι επιθυμίες και οι συναισθηματικοί μαξιμαλισμοί προσιδιάζουν σε φωτισμένες περσόνες, σε δονκιχωτικούς ήρωες και δοξασμένα πλήθη…του φαντασιακού μυθιστοριογράφων. Στον πραγματικό κόσμο, όμως, στοιχειοθετούν έναν απατηλό και επικίνδυνο βολονταρισμό, τις περισσότερες φορές χωρίς αίσιο τέλος. Και αυτό, γιατί τα πραγματολογικά δεδομένα, η οικονομία, το ενωσιακό φαινόμενο, το διεθνές θεσμικό περιβάλλον, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες είναι αυτές που αποτελούν την «αλάνα» δράσης των κρατικών οργάνων και την «κρησάρα», την οποία διαπερνούν μόνο η έλλογη αποφασιστικότητα, ο πραγματισμός και η πολιτική ευθυκρισία. Οι λεονταρισμοί μένουν στο πλέγμα· ή το σκίζουν…
Ας μην λησμονούμε, εξάλλου, ότι η λαϊκή κυριαρχία δεν σημαίνει αχαλιναγώγητη παντοδυναμία. Κατά την άσκηση πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, πράγματι, ο λαός ενεργούσε νομικά αδέσμευτα και ακαταγώνιστα. Το κορυφαίο αυτό πολιτειακό γεγονός, όμως, αποτελεί και την στιγμή ανάλωσης της απόλυτης κυριαρχίας του ή, με άλλη διατύπωση, την στιγμή της εκχώρησης αυτής στο Σύνταγμα. Έκτοτε, ο λαός κατέστη ένα συντεταγμένο άμεσο πολιτειακό συλλογικό όργανο, που ονομάζεται εκλογικό σώμα (λαός υπό την στενή έννοια), και έχει συγκεκριμένες εξουσίες ανατεθειμένες από το σύνταγμα.
Αυτές εξηγούν κιόλας, φρονώ, εναργέστερα σε τι πραγματικά συνίσταται η δημοκρατική αρχή. Σταχυολογημένα μπορεί να μνημονευθεί το δικαίωμα συμμετοχής σε δημοψήφισμα (Σ.44 παρ.2), η διεξαγωγή του οποίου, ωστόσο, -προς ανασκευή τυχόν λαϊκίστικης άποψης, η οποία υπερθεματίζει τον υποχρεωτικό ή τον ηθικοπολιτικά επιβεβλημένο χαρακτήρα του στην βάση μιας αμεσοδημοκρατικής δημοψηφισματικής κουλτούρας- είναι δυνητική και μια κατ’ εξαίρεση απόφαση σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Επιπλέον, το εκλογικό σώμα εκλέγει τους βουλευτές και αναδεικνύει έτσι στην ουσία το αντιπροσωπευτικό όργανο του κράτους (Σ.51 παρ. 3), του οποίου η μη σαλεμένη εμπιστοσύνη απέναντι στην κυβέρνηση νομιμοποιεί την ύπαρξη της (Σ.84 παρ.1).
Εκτός αυτού, η βουλή εκλέγει και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (Σ.32 παρ.1). Μπορούμε να αντιληφθούμε, λοιπόν, ότι τα όργανα τόσο της νομοθετικής όσο και της εκτελεστικής λειτουργίας έχουν λαϊκή νομιμοποίηση, άλλοτε εγγύτερη (βουλή) και άλλοτε απώτερη (κυβέρνηση, ΠτΔ), αναγόμενη πάντα στην βούληση του εκλογικού σώματος. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, εκδηλώνεται η λαϊκή κυριαρχία· νομικά προκαθορισμένα και πάντως όχι ασύντακτα δυνάμει αστόχαστων εκλάμψεων ενός πολιτικού «κατηχητή».
Άλλωστε, στο ισχύον Σύνταγμα η δημοκρατική αρχή συνυπάρχει με μια άλλη θεμελιώδη αρχή, τη δικαιοκρατική. Ήδη έχει γίνει μνεία παραπάνω στο Σ.1 παρ.3, το οποίο καθιστά τον λαό πηγή όλων των εξουσιών. Αυτό που καταυγάζει, όμως, το πολίτευμα είναι η τελευταία φράση της διάταξης: «όπως ορίζει το Σύνταγμα». Έτσι ασκούνται όλες οι εξουσίες! Και έτσι ακριβώς οριοθετούνται κιόλας. Ανάλογη λειτουργία, φυσικά, επιτελεί και το άρθρο 25 παρ.1 εδ.1, με το οποίο κατοχυρώνεται από την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και έπειτα ρητά η αρχή του κράτους δικαίου, ενώ θωρακίζονται και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το άρθρο 26 του συντάγματος περί της διάκρισης των τριών λειτουργιών, συμφυές με την δικαιοκρατική αρχή, δεν είναι λιγότερο κρίσιμο. Η λαϊκά νομιμοποιημένη κρατική εξουσία, αφενός, επιμερίζεται σε τρεις λειτουργίες, που ασκούνται από όργανα με σαφώς προσδιορισμένες και άρα περιορισμένες αρμοδιότητες. Αφετέρου, τα όργανα αυτά τελούν σε μια σχέση αμοιβαίου ελέγχου.
Έτσι, ως το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, το οποίο υποστασιοποιεί την ανασχετική λειτουργία της αρχής του κράτους δικαίου και της διάκρισης των λειτουργιών έναντι μιας άκρατης δημοκρατικής αρχής, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ανεξάρτητη δικαιοσύνη (Σ.87 παρ.1), η οποία παρέχει έννομη προστασία (Σ. 20 παρ.1) και ελέγχει τον εκπορευόμενο από τον λαό νομοθετικό (Σ.93 παρ.4) και εκτελεστικό βραχίονα (Σ.95 παρ.1 στοιχ. α΄ και παρ.5) του κράτους, υπαγόμενη στο Σύνταγμα και τους νόμους (Σ.87 παρ.2). Υπ’ αυτό το πρίσμα, «κυρίαρχο» τελικά σε μια συντεταγμένη πολιτεία αναδεικνύεται το Δίκαιο με κορωνίδα του το Σύνταγμα.
Με άλλα λόγια, λοιπόν, η δικαιοκρατική αρχή λειτουργεί εξισορροπητικά απέναντι στην εισηγούμενη από τον λαϊκιστή παντοδυναμία του λαού και της βούλησης του, τις συγκυριακές επιλογές του κοινού νομοθέτη και εν γένει την άλλως άφραγη κρατική εξουσία, αφού παράγει θεσμικά αντίβαρα και μάλιστα συνταγματικής περιωπής και άρα αυξημένης τυπικής ισχύος.
Αγαπητοί αναγνώστες, έπειτα από όλα αυτά θαρρώ πως ο συνταγματικός λαϊκισμός δεν είναι παρά η κάμψη του φιλελευθερισμού μπρος στον πλειοψηφισμό· η υπερακόντιση του ορθολογισμού από την ανεδαφικότητα· η έκπτωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας σε μια επιστημονικά διάτρητη και δικαιοπολιτικά ερεβώδη χίμαιρα. Ιδού και η διανοητική εξεικόνιση της:
Φανταστείτε σε ένα σύνολο 100 ατόμων η πλειοψηφία των 51 να μπορούσε να αποφασίζει τι επάγγελμα θα ασκεί η μειοψηφία των 49; Ή σε ποια θρησκεία θα πιστεύει η μειοψηφία αυτή; Ή…τη θανάτωση της; Μου φαίνεται πως την ίδια στιγμή θα αποφάσιζε και τη θανάτωση μιας πραγματικά δημοκρατικής πολιτείας, φιλελεύθερης και συνταγματικής. Μακάρι στο ταφικό μνημείο να δέσποζε τουλάχιστον η κατάλληλη επιγραφή. Κάτι σαν… «λαϊκισμός: συνταγματισμού αιδώς»!