Η… τσίγκινη πολιτική αγένεια

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας, σύμβουλος επιχειρήσεων – συγγραφέας

Δεν είναι καινούριο το φαινόμενο. Δεν το εφηύρε ο Πολάκης, ούτε κάποιο άλλο σύγχρονο πολιτικό πρόσωπο. Η αγένεια, η λασπολογία, ο εκχυδαϊσμός στο δημόσιο βίο, έχουν χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν, με αποκορύφωμα την περίοδο του αυριανισμού και του “σκληρού ροκ”.

Αυτό το διάστημα όμως, κι αναφέρομαι από την αρχή της οικονομικής κρίσης, η θεμιτή θυμική κοινωνική φόρτιση λόγω των βίαιων ανατροπών, έδωσε χώρο και τελικά άλλοθι στη συνολική υποβάθμιση του πολιτικού λόγου. Όποιος φωνάζει περισσότερο, διεκδικεί το ρόλο του επαναστάτη απέναντι στο κατεστημένο. Όποιος δεν σέβεται τίποτε, παρουσιάζεται ως ο δυναμικά αντιδρών αδικημένος.

Οι έννοιες και οι όροι έχασαν την ουσιαστική ερμηνεία τους κι αφέθηκαν στην παραποίηση τους, στο όνομα μιας δήθεν αντικομφορμιστικής αντίστασης. Όσο πιο αλαλάζων, τόσο πιο αγωνιστής. Όσο πιο προσβλητικός, τόσο πιο ανυποχώρητος. Η ανατροπή σχεδόν συμβαδίζει με τη διαπόμπευση του αντιπάλου. Η αστική ευγένεια παρουσιάζεται ως αδυναμία. Η εμμονή στα επιχειρήματα ως υποχωρητικότητα και μαλθακότητα. Η “μάχη” απαιτεί σταυροφόρους έτοιμους να ματώσουν και να σκοτώσουν υπηρετώντας τον δικό τους υπέρτατο σκοπό.

Στρώσαμε, συλλογικά, το χαλί στην πολακοποίηση της πολιτικής. Η “σκληράδα” των απόψεων μπερδεύτηκε με τη σκληράδα των λόγων. Η ένταση του συλλογισμού μπερδεύτηκε με τους υψηλούς τόνους. Η πολιτική σκηνή μπερδεύτηκε με την αρένα των μονομάχων.

Κάπως έτσι, νομιμοποιήθηκε πλήρως η… τσίγκινη πολιτική αγένεια. Ήταν η εύκολη λύση, σε ένα περιβάλλον όπου για όλα αναζητούνται εύκολες, βολικές λύσεις. Κι οι εύκολες λύσεις περνούν μέσα από την συμπόρευση με εύκολους να ταυτιστείς ανθρώπους. Ένας φαύλος κύκλος αφελούς ευκολίας που αφήνει μια πρόσκαιρη οπαδική ικανοποίηση ενώ ταυτόχρονα μας απομακρύνει από την ορθολογική προσέγγιση και τη διαχείριση της αλήθειας.

Ο Πολάκης εξέλιξε αυτό το μοντέλο σκέψης, προσθέτοντας ορισμένα ιδεολογικά κατάλοιπα της βιομηχανικής εποχής. Ταξικό μίσος, αντικαθεστωτική εμμονή, περιθωριακό ακτιβισμό. Κι όταν αρχίζει ο κατήφορος, δεν υπάρχει τέλος. Γίνεται μια δίνη που για να μη σε καταπιεί ζητά όλο και μεγαλύτερες δόσεις αγνείας. Γενετήσιες απειλές και υπονοούμενα, κι ότι χειρότερο μπορεί να φανταστεί κανείς, προσφέρονται ως αποδεικτικό στοιχείο μαχητικότητας. Ώσπου η δίνη να μην χορταίνει με τίποτα και να απορροφήσει όσους τη γυροφέρνουν, εξαφανίζοντας τους από το προσκήνιο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.