Η λαϊκιστική μνησικακία

Το νεφέλωμα της αριστερής ριζοσπαστικής ιδεολογίας που, στην πραγματικότητα, είναι η μετωνυμία του αριστερού εθνικολαϊκισμού, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού, συνέχεται από την εξισωτική-πατριωτική μνησικακία. Η θεμιτοποίηση της βίας (όπως, για παράδειγμα, αυτή εκδηλώθηκε με την απόπειρα δολοφονίας του Λουκά Παπαδήμου) είναι άμεσο, έστω και ακούσιο σε κάποιες περιπτώσεις, προϊόν αυτού του λαϊκισμού, γιατί, ακριβώς, προσλαμβάνει και εξηγεί την κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα με ανθρωπομορφικό τρόπο, απλουστεύοντάς την, δείχνοντας τα «πρόσωπα» του «Συστήματος», της κοινωνικής αδικίας, του κοινωνικού κακού. Οι βίαιες παραδειγματικές ενέργειες και, σε κάποιες περιπτώσεις, οι απόπειρες «κατανόησής» τους ή, ακόμα, και δικαιολόγησής τους από μία μιζεραμπιλιστική κοινωνιολογία (η οποία εκπροσωπείται επαξίως από τον πολιτικό λαϊκισμό, δηλαδή από λαϊκιστές πολιτικούς και διανοούμενους), ως «η απάντηση των φτωχών», δεν εκφράζει «απλώς» ένα κοινωνικό μίσος κατά της «ολιγαρχίας», αλλά το ηθικοποιεί, καθιστά κανονικότητα το μίσος κατά των «κυρίαρχων». Η κατασκευή του συλλογικού μίσους μπορεί να προϋποθέτει και να διαθέτει μια κοινωνική πρώτη ύλη, να αντλεί από την κοινωνική δυσφορία, αλλά, βασικά, η δημόσια συστηματική χρήση του είναι υπόθεση μιζεραμπιλιστικών ελίτ, διανοούμενων και πολιτικών∙ ελίτ, οι οποίες κατανοούν και εξηγούν το κοινωνικό ζήτημα μέσα από τις παρανοϊκές αντιλήψεις των συνωμοσιολογικών θεωριών.

Αυτή η λαϊκιστική μηχανή μίσους πατάει πάνω στην υπέρβαση των παλιών διαιρέσεων (αριστερά/δεξιά), προνομιακό της υποκείμενο είναι ο θυματοποιημένος λαός, αυτό το νέο ελληνοκεντρικό υποκείμενο που «απελευθέρωσε», αναπαλαιώνοντάς το, η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» το 2011. Έτσι, στην ιδεολογικοποιημένη, άοπλη, προέκταση των συμβάντων βίας, πάντα όμως στην γκρίζα ζώνη της ιδεοκρατίας, ο αναρχικός «Ρουβίκωνας», έμπλεως μιας ηθικής τιμωρητικής χαράς, μορφάζει τους ναρόντνικους, φαντασιώνεται μία «πορεία στο λαό», θέλει «να κατέβει στο λαό να δρέψει τους καρπούς» του, τραγουδώντας μάλιστα Μάρκο Βαμβακάρη [6] . Η ουσία αυτής της μηχανής μίσους, στην πληβειακή ή μικροαστική της εκδοχή, αντικατοπτρίζεται στο σταθερό μότο κάθε λαϊκιστικής μνησικακίας: «δεν μπορώ, άρα αξίζω». Η αναγωγή του στίγματος σε έμβλημα, ο ρητορικός εκθειασμός της ανημπόριας (με την συνάδουσα, μηδενιστικής υφής, αντιστροφή των κυρίαρχων αξιών) σκηνοθετείταιται, από εκεί και πέρα, έργο είτε από έναν μιζεραμπιλιστικό ακτιβισμό, είτε περνά στο πεδίο των λαϊκιστικών ελίτ που εμμέσως κοινοτοποιούν την ριζοσπαστική «παραβατικότητα» (η οποία, στην πραγματικότητα, ενσαρκώνει την δυσμορφία του ανδρο-γυνικού ελληνοκεντρικού μικροαστισμού), αφού προηγουμένως έχουν εκθειάσει και διαδώσει την «εμμονική ιδεολογία» που την υποβαστάζει: την συνωμοσιολογική αντίληψη (ανα-)γνώσης της κίνησης του κόσμου, τον εντοπισμό και υπόδειξη όχι «απλώς» των υπευθύνων, αλλά των ενόχων για τα κοινωνικά δεινά (το «ξεσκέπασμα» δηλαδή του μηχανισμού της κυριαρχίας, ξεσκέπασμα που προσφέρει «διανοητική ευχαρίστηση»), εναντίον των οποίων πλέον καλείται να «εκτονωθεί» (προσφέροντας μία ειδική «ηθική ευχαρίστηση») [7] ο ανατροφοδοτούμενος κοινωνικός θυμός. Η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» του 2011 παίζει, εδώ, το ρόλο μιας νέας μυθολογικής αφετηρίας του ελληνικού αριστερο-δεξιού εθνικολαϊκισμού. Είναι τα νέα «Ιουλιανά του 65» σε μία ακόμα πιο συνωμοσιολογική-αντιπολιτική παραλλαγή. Είναι η ανακαίνιση του εθνικιστικής προέλευσης δι-ιστορικού αντιστασιακού μύθου, ένας νέος «ανένδοτος αγώνας» (με εαμική αύρα και ρεμπέτικο λυρισμό), αυτή τη φορά κατά της παγκοσμιοποίησης και όσων την υπηρετούν: η παγκοσμιοποίηση και η Ευρώπη ως το φόντο του εγχώριου παρασκηνίου, το οποίο είναι το «νέο παλάτι» μιας δυσώνυμης αντεθνικής και αντιλαϊκής (μνημονιακής) κυριαρχίας [8] .

Στην Ελλάδα των τελευταίων ετών, το πραγματικό «ακραίο κέντρο» είναι ο αντιστασιακός εθνικολαϊκισμός [9] , ενίοτε βίαιος, έχοντας εκτοπίσει κάθε άλλη λογική ηγεμονικής αξίωσης (νεοφιλελεύθερη, σοσιαλιστική, ελευθεριακή). Στην Ελλάδα ισχύει παραλλαγμένη η διαπίστωση του Ταγκιέφ σχετικά με την «αποεξτρεμοποίηση» των αριστερο-δεξιών «άκρων»[10]  , φαινόμενο που παρατηρείται στην υπόλοιπη Ευρώπη: εδώ, ο αριστερός-δεξιός εξτρεμισμός έγινε «κέντρο» χωρίς να αποβάλλει την βίαια μνησίκακη διάστασή του, συμβολική ή υλική, που ενίοτε προσλαμβάνει εμφυλιοπολεμική διάσταση. Θα έλεγε κανείς, ότι, εν μέσω κρίσης, έγινε «κέντρο» ακριβώς γιατί δεν απέβαλλε την μνησικακία του. Η κεντρομόλα φορά του απέκτησε διαβατήριο γιατί θεμιτοποιήθηκε κινηματικά, εγκωμιάσθηκε πολιτικά και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εντάχθηκε, εκ μέρους λαϊκιστικών ελίτ, στην αέναη διαδικασία μνημονικής αναμόχλευσης μιας μυθολογημένης αντιστασιακής φύσης (του αποκαλούμενου και «αντιστασιακού χαρακτήρα») της ελληνικής ιστορίας, για να θυμηθούμε την σχετική επισήμανση του Νίκου Σβορώνου. Στην πραγματικότητα, όπου ο Σβορώνος κάνει λόγο για «ελληνική ιστορία», θα έπρεπε να διαβάζουμε «λαό», την αντίσταση ως μόνιμο και ιδιάζον χαρακτηριστικό του ελληνικού λαού, το αειθαλές φρόνημα του εθνικο-λαού. Γι αυτόν το λόγο, επειδή, ακριβώς, συσχετίσθηκε με μια αντιστασιακή πολιτισμική παράδοση, με έναν ουσιοποιημένο «λαό», το εξτρεμιστικό λαϊκιστικό κέντρο, αποτελεί «σκληρή» ιδεολογία, μεταμορφώνεται σε «-ισμός» [11] , ο λαϊκισμός παύει, τρόπον τινά, να συνιστά μόνον πολεμικό «ύφος»: τα πολυάριθμα διαδικτυακά σχόλια ανοχής ή και έμμεσης, πλην σαφούς, επιδοκιμασίας (με αφορμή την τρομοκρατική επίθεση στον Λ. Παπαδήμο) της λαϊκιστικής βίας προδίδουν μία συγκεκριμένη νοοτροπία-κοσμοαντίληψη, την βίαιη παραλλαγή του sens commun της «αντιστασιακής ιδεολογίας», την αντίσταση ως sens commun, τον αντιστασιακό λαϊκιστικό μύθο αυτοπροσώπως, επανερχόμενη φιγούρα του ελληνικού πεπρωμένου, το οποίο δολίως και αενάως υπονομεύεται από την συνέργεια της εγχώριας ολιγαρχίας με τους ξένους προστάτες της, που από κοινού συγκροτούν τον προνοιακό εχθρό του «λαού», αυτού του εθνικοποιημένου κοινωνικού υποκειμένου, το οποίο, τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, ένας άλλος σημαντικός ιστορικός της ανανεωτικής μαρξιστικής αριστεράς προσδοκούσε την λυτρωτική του έλευση μέσω της κατ’ αυτόν αναγκαίας «εθνικοποίησης της ταξικότητας» [12] .

Από αυτό το διαφοριστικής φύσης πολιτισμικό κοίτασμα, από αυτήν την «προκατάληψη επιβεβαίωσης» προκύπτει η λαϊκιστική βία. Προκατάληψη επιβεβαίωσης: η γνωσιακή δυσαρμονία, με άλλα λόγια, η πολυπλοκότητα του πραγματικού, που θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη ενός τέτοιου «αόρατου εχθρού», παραγνωρίζεται δολίως, ώστε να προκύπτει πάντα η επικύρωση της αρχικής υπόθεσης/βεβαιότητας, αν επιτίθενται στην χώρα μου είναι γιατί αυτή είναι το αιώνιο, το δι-ιστορικό θύμα δυνάμεων σκοτεινών. Οι σκόρπιες ενδείξεις είναι πάντα παρούσες για να επιβεβαιώσουν την αρχική και ακλόνητη, στο ορθολογικό επιχείρημα, θρησκευτικής τάξεως πίστη. [13] Η πολιτική εργαλειοποίηση, μέσω διευρυμένης αναπαραγωγής της, αυτής της μοιραίας αντιστασιακής πολιτικο-πολιτισμικής προκατάληψης και η ένταξή της στο απατηλό εθνικολαϊκιστικό σύμπαν; Απαντούν τα ακόλουθα αποσπάσματα από ομιλία του Αλ. Τσίπρα, στην πλατεία Συντάγματος, τον Ιούνιο του 2013, με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ: «Σε τούτο εδώ τον τόπο τίποτα δεν µας χαρίστηκε. Όλα τα κατέκτησε ο λαός µας µε αγώνες και αίµα. Σε τούτη εδώ την πλατεία,170 χρόνια πριν ο λαός µας ξεσηκώθηκε και διεκδίκησε το πρώτο Σύνταγµα. Σε τούτη εδώ την πλατεία, τον ∆εκέµβρη του ΄44, ο λαός µας αντιστάθηκε στον κατακτητή και διεκδίκησε τη λευτεριά. Σε τούτη εδώ την πλατεία, τον Ιούλη του ΄65, ο λαός µας αντιστάθηκε στο παλάτι και διεκδίκησε τη δηµοκρατία. Τον Ιούλη του ΄74 διεκδίκησε τη Μεταπολίτευση. Τον Οκτώβριο του ΄81 πανηγύρισε την αλλαγή. Το καλοκαίρι του 2011 διαδήλωσε την αντίθεσή του στη βαρβαρότητα των µνηµονίων και διεκδίκησε την αξιοπρέπεια. (…) Λαέ της Αθήνας, κοντοζυγώνει η πιο µεγάλη ώρα. Για την κυβέρνηση της αριστεράς, της εθνικής ανάτασης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αντίστασης στην ξένη επιβουλή και της µάχης για µια Ελλάδας της προόδου. Για τη δηµοκρατία. Για τη δουλειά. Για την αξιοπρέπεια. (…) Εµείς είµαστε από καλή γενιά, όπως λέει ο ποιητής -ξέρουµε τι σηµαίνει πίστη στο λαό, αφοσίωση στην πατρίδα, αρµονία ανάµεσα στα λόγια και στα έργα». [14] Ιδεοτυπικά αποσπάσματα-αποτύπωση του πυρήνα μιας μυθικής πολιτικο-πολιτισμικής έξης, ενός λόγου που δεν εκφωνήθηκε στο πλαίσιο κάποιου περιθωριακού κομματικού ακτίφ στελεχών, συνεπώς, λόγος εθνικού ακροατηρίου με αφορμή ένα κορυφαίο (σε κάθε περίπτωση για τον φορέα της ομιλίας) γεγονός. Η μυθολογία ενός εν κινήσει εθνικο-λαού συνιστά ταυτόχρονα μέθοδο ιστορικής ανάλυσης και ιαχή στράτευσης για ένα εδραίο, ριζοσπαστικής υφής, εθνικο-δημοκρατικό πρόταγμα. Μια πρωτοβάθμια λεξικομετρική προσέγγιση του δεκασέλιδου κειμένου ομιλίας, θα μας έδινε, επιπλέον, και τα ακόλουθα αποτελέσματα αυτής της θρησκευτικής «πίστης στο λαό και αφοσίωσης στην πατρίδα»: 31 αναφορές στην λέξη «λαός», 21 φορές στις λέξεις «Ελλάδα», «Έλληνες», «ελληνικός/ές» και «πατρίδα», και 6 φορές στην λέξη «αντίσταση». Και όλα αυτά, πλήρως εναρμονισμένα με την καταγγελία της «διαπλοκής» και του «παλιού κατεστημένου», των «τραπεζιτών», του «σκότους» και του «μαύρου», των «εντολοδόχων της τρόϊκας», υπό το μαγικό/εξορκιστικό σύνθημα προς τις κακόβουλες κυβερνώσες ελίτ: «τε-λει-ώ-σα-τε». Μαγική, αποκαλυψιακή και λυτρωτική ταυτόχρονα, αναγγελία τέλους του δι-ιστορικού κακού και ευαγγελισμός μιας άμεσης εισόδου στον επίγειο παράδεισο: «ψευδο-πολιτική του ονείρου και της στιγμής, της αδιαμεσολάβητης πραγματοποίησης των επιθυμιών. (…) Η λαϊκιστική δράση υπάγεται στην τάξη της πολιτικής μαγείας: ο ηγέτης κάνει τους άλλους να πιστέψουν ότι αλλάζει ή μπορεί να αλλάξει τον κόσμο με μόνη τη δύναμη της ομιλίας του».[15]

Τώρα που αυτή η παρανοϊκής/μαγικής φύσης εθνικολαϊκιστική αντιστασιακή αφήγηση πολιτικά (όχι όμως και στο συνωμοσιολογικό-λαϊκιστικό φαντασιακό) θρυμματίσθηκε προσκρούοντας στην πραγματικότητα, είναι αυταπάτη ότι η εξτρεμιστική της απόφυση, που κατασκευάζει σαν θεομηνία τον «άλλον» ως εχθρό (εναντίον του οποίου, συνεπώς, όλα επιτρέπονται) [16] , είναι πολιτικά ελέγξιμη και ενσωματώσιμη στο «σύστημα» δια της κολακείας, δια της δημαγωγικής συναίνεσης, μέσω των συμβολικών παραχωρήσεων και συγκαταβάσεων ενός κομφορμιστικού κοινωνιολογισμού, όπως εν μέρει συνέβη με τον μεταπολιτευτικό λαϊκιστικό ριζοσπαστισμό μετά το 1974. Σήμερα, λόγω της νιχιλιστικής του διάστασης (τα φαινόμενα βίας, ο εκθειασμός τους, η έμμεση δικαιολόγησή τους), της ρευστοποίησης των παραδοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων και, συνεπώς, της ίδιας της ποιότητας και της οικουμενικότητας της «κρίσης», αυτός ο εξτρεμισμός της «διαβολικής αιτιότητας» (όλα τα δεινά οφείλονται σε μία και μοναδική κακοποιό γενεσιουργό αιτία) μπορεί να στραφεί «σπασμωδικά» κατά του οποιουδήποτε. Των εκούσιων ή ακούσιων συνοδοιπόρων του περιλαμβανομένων.

Ανδρέας Πανταζόπουλος – Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ

ΠΗΓΗ: E KYKLOS

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.