Η κριτική σημαίνει πρόοδο

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού

Δεν αμφισβητεί κανείς το γεγονός ότι ζούμε μια από τις χειρότερες κρίσεις στην σύγχρονη παγκόσμια ιστορία. Πολλώ δε μάλλον όταν η τρέχουσα κρίση διαθέτει καινούργια χαρακτηριστικά σε σχέση με τη Μεγάλη Ύφεση του ’30. Το ‘30, οι φασίστες, οι κομμουνιστές και οι καπιταλιστές προσπαθούσαν παντού να μιμηθούν το τεχνολογικό παράδειγμα μιας χώρας: των ΗΠΑ. Η τρέχουσα κρίση σχετικά με το πως πρέπει να οργανωθούν οι τεχνολογίες, οι αγορές και οι ιεραρχίες είναι το ορατό σημάδι της κατάρρευσης καθοριστικών στοιχείων του γνωστού συστήματος οικονομικής ανάπτυξης.   

Φυσικά, οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες είναι ένα «οιονεί φυσικό» συστατικό στοιχείο της οικονομικής δραστηριότητας. Αλλά αυτό καθίσταται ακόμη πιο σύνθετο εξαιτίας του ότι, η γήρανση του πληθυσμού επιβαρύνει τα ασφαλιστικά συστήματα και απαιτεί ύπαρξη διευρυμένου κράτους πρόνοιας λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής που επιφέρει η σύγχρονη ιατρική. Η παγκόσμια τρομοκρατία είναι αποτέλεσμα της κατίσχυσης της παγκοσμιοποίησης σε όλο τον πλανήτη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ευρύτατες μεταναστευτικές κινήσεις, μια ανοιχτή πλέον «σύγκρουση των πολιτισμών». Παράλληλα, βιώνουμε κατάλυση της οικογενειακής ηθικής, αύξηση της υπογεννητικότητας και διαζυγίων, μακροχρόνια άνεργους κ.α.

Η προσθήκη της πανδημίας, η πρόσφατη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η αναθεωρητική εξωτερική πολιτική των γειτόνων μας Τούρκων, σε συνδυασμό με την απόφαση για ψηφιοποίηση και πράσινη μετάβαση χωρίς να υπάρχει κάποιος σχεδιασμός ή στρατηγική για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, έχει διογκώσει το πρόβλημα αυτό στην χώρα μας. Σύντομα δε, και εξαιτίας του πολέμου, μπορεί να κλιθούμε να δώσουμε λύσεις και σε μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση. Μιλάμε για την τέλεια καταιγίδα.  

Για να γίνει αντιληπτό αυτό, σκεφτείτε ότι στις ευημερούσες δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 ήταν ακόμα δυνατόν να προβλεφθεί η εξέλιξη των εθνικών οικονομιών με σχετική ακρίβεια. Σήμερα δεν είναι καν δυνατόν να προβλέψουμε τις μεταβαλλόμενες κατευθύνσεις των οικονομικών δεικτών από μήνα σε μήνα. Όποιος συνομιλεί με επιχειρηματίες ή διαβάζει τον οικονομικό Τύπο θα καταλήξει μάλλον στο συμπέρασμα ότι πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να διαμορφώσουν συνεκτικές στρατηγικές για το μέλλον, ακόμα και όταν απουσιάζει η κυβερνητική παρέμβαση. Παρόλα αυτά αντί να κάνουμε άμεσα μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο ενός καλά δομημένου αναπτυξιακού σχεδιασμού συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε με όρους της παλιάς βιομηχανικής κοινωνίας και δη ημισοβιετικής.

Στο παραπάνω πλαίσιο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αποφασίζει να προσφύγει στην ίδια παρωχημένη λύση προηγούμενων δεκαετιών και προερχόμενη από αυτή την παλιά βιομηχανική κοινωνία, αυξάνοντας στο μέγιστο την κυβερνητική παρέμβαση χωρίς να προχωρά στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Αυτή των επιδομάτων, επιδοτήσεων και αυξήσεις των κατώτατων μισθών και συντάξεων αλλά και των προσλήψεων στον δημόσιο τομέα. Δεδομένου της οδυνηρής μας εμπειρίας στο παρελθόν, είναι αυτή μια ενδεδειγμένη λύση, όχι μόνο για το παρόν, αλλά κυρίως για το μέλλον;

Ας αφήσουμε κατά μέρος τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης, όχι γιατί δεν είναι καλοδεχούμενος αλλά γιατί πρόκειται για αποτέλεσμα ενός συγκυριακού ξεσπάσματος στον τουρισμό  μετά από δυο έτη πανδημικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας αλλά και της υπερβάλλουσας κυβερνητικής παρέμβασης, δηλαδή για κάτι πλασματικό και προσωρινό αναδεικνύοντας παράλληλα την μονοδιάστατη εξάρτηση από τον τομέα του τουρισμού ανάπτυξη της χώρας. Αντίθετα, ας ξεκινήσουμε από κάποια μόνιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά στοιχεία και δεδομένα τα οποία δεν τα πληροφορούμαστε και πολύ και τα οποία είναι αποτέλεσμα τόσο του πληθωρισμού όσο και της παρεμβατικής κυβερνητικής πολιτικής. 

Η Eurostat για το έτος 2020, παρουσιάζει στοιχεία που φανερώνουν ότι το ποσοστό του εισοδήματος που δαπανά ένας ενοικιαστής στην χώρα μας για το κόστος στέγασης αγγίζει το 60%-70% του μέσου μηνιαίου μισθού. Επίσης, ακόμη και με τις όποιες έστω ελάχιστες μειώσεις σε φόρους και εισφορές που έχει κάνει η κυβέρνηση, ο μέσος Έλληνας δουλεύει 183 ημέρες για το κράτος σήμερα ενώ το 2019 δούλευε 180. Σε αυτό το σκηνικό θα πρέπει να προστεθεί και η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων και γενικότερα κόστους χρήματος (πέραν των επιτοκίων δες και σχέση ευρώ δολάριο).

Το μείγμα υψηλών φόρων, εισφορών, αύξησης κόστους χρήματος και πληθωρισμού είναι εκρηκτικό και αυτό φαίνεται από το ότι το 36,9% των Ελλήνων ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΡΑΕ, οι ληξιπρόθεσμοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος άνω των 45 ημερών έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 45% από 20% την προ κρίσης περίοδο. Ένας στους δύο καταναλωτές δυσκολεύεται ή αδυνατεί να πληρώσει τον λογαριασμό ρεύματος ακόμη και μετά την επιδότηση. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές καταναλωτών προς τους παρόχους με βάση τους υπολογισμούς της ΡΑΕ ξεπερνούν το € 1 δισ. 

Ο πληθωρισμός, δηλαδή η έμμεση φορολόγηση εισοδημάτων και κερδών, έχει μειώσει τον ρυθμό αύξησης του δημόσιου χρέους αλλά παράλληλα αυξήσει τον αντίστοιχο του ιδιωτικού. Μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση, με την επιλεγόμενη οικονομική κυβερνητική πολιτική, η Ελλάδα όχι μόνο δεν διευθετεί το δημόσιο χρέος της αλλά ανοίγει και νέο μεγαλύτερο μέτωπο με το ιδιωτικό.

Ας δούμε τώρα γιατί οι «λύσεις» στις οποίες έχει προσφύγει το οικονομικό επιτελείο της ελληνικής κυβέρνησης έχουν δημιουργήσει την παραπάνω δυσμενή πραγματικότητα. Ας ξεκινήσουμε από τις αυξήσεις σε κατώτατους μισθούς και συντάξεις. Δεδομένου ότι αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης είναι κάτι καθαρά πλασματικό και προσωρινό, αφενός οι αυξήσεις αυτές δεν προέρχονται από την αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά από την κυβερνητική παρέμβαση. Αφετέρου και ακόμα χειρότερα, οι αυξήσεις αυτές, αφορούν τον ονομαστικό μισθό ή και σύνταξη και όχι τον πραγματικό, αφού οι τιμές αυξάνονται περισσότερο αλλά και με πιο γρήγορο ρυθμό από τους μισθούς. Κατά συνέπεια η αγοραστική δύναμη δεν αυξάνεται και οι μικροεπιχειρηματίες βλέπουν την θέση τους να γίνεται δυσχερέστερη. Εξού και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών καταναλωτών και επιχειρήσεων.

Το ίδιο κακό όμως προκαλούν τα επιδόματα στην προσφορά εργασίας. Όταν ένας εργάτης λαμβάνει ίσο ή και μεγαλύτερο κρατικό επίδομα από τον μισθό που του προσφέρει ο μικροεπιχειρηματίας, τότε σαφέστατα και θα επιλέξει να καθίσει στο σπίτι του ή και στην καφετέρια από το να πάει να εργαστεί. 

Κάτι τέτοιο όχι μόνο εξοργίζει τους μικροεπειχηρηματίες, μικροέμπορους και μικροκαλλιεργητές. δημιουργεί και ένα ακόμα πληθωριστικό αδιέξοδο. Ο μικροκαλλιεργητής φερειπείν που δεν βρίσκει εργάτες – αφού με το επίδομα στην τσέπη κάθονται σπίτι ή στις καφετέριες – δεν θα καλλιεργήσει εκτάσεις που δεν μπορούν να καλύψουν τα υφιστάμενα εργατικά χέρια. Άρα, αυτό που θα κάνει είναι να καλλιεργήσει μικρότερη έκταση. Αυτό επιφέρει μείωση της παραγωγής, άρα και μείωση της προσφοράς των παραγομένων αγαθών. Και η μείωση της προσφοράς χωρίς να αλλάξει η ζήτηση, επηρεάζει προς τα πάνω και τις τιμές, δηλαδή των ήδη υψηλό πληθωρισμό. Επιπλέον, καταλαβαίνουμε ότι εάν αφαιρέσουμε από την εξίσωση τα επιδόματα η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας μειώνεται.

Τέλος, οι επιδοτήσεις μεγεθύνουν περαιτέρω το πρόβλημα καθώς ένα κομμάτι τους έρχεται να καλύψει μη παραγωγικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση του πληθωρισμού, και ένα άλλο σε παραγωγικές επενδύσεις εκσυγχρονισμού μεν, που επιφέρουν όμως οικονομίες κλίμακας – πχ ψηφιοποίηση παραγωγής και λειτουργίας της επιχείρησης – και άρα αύξηση της ανεργίας. Οι επιδοτήσεις όχι μόνο δεν αναδεικνύουν κανένα απολύτως συγκριτικό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας αλλά λειτουργούν κατά και σε βάρος τους.   

Από την μια τσέπη, δηλαδή, επιδοτεί μέσω του εκσυγχρονισμού την αύξηση της ανεργίας και από την άλλη επιδοτεί τους ανέργους που προκαλεί αυτός ο εκσυγχρονισμός, επηρεάζοντας αρνητικά την ίδια στιγμή και τον πληθωρισμό. Αλλά και με τις επιχειρήσεις. Από τη μια συντηρεί υψηλά ποσοστά φορολόγησης και εισφορών και από την άλλη τους μοιράζει στοχευμένες επιδοτήσεις, πχ ψηφιοποίηση και πράσινη μετάβαση, για να καλύψει το επενδυτικό τους κενό, αδιαφορώντας όμως για τις πραγματικές επενδυτικές η και λειτουργικές τους ανάγκες. Πολλώ δε μάλλον για τα συγκριτικά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας. Οι αποφάσεις αυτές αντιλαμβάνεστε ότι είναι άκρως αντιφατικές και αντί να ισορροπούν την ήδη ασταθή αγορά επιφέρουν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση.    

Αυτό γιατί, το οικονομικό επιτελείο της ελληνικής κυβέρνησης – ειρήσθω εν παρόδω αυτό έχει πάθει η πλειοψηφία των δυτικών κυβερνήσεων –  εξακολουθεί να σκέπτεται με τις συνθήκες της παλιάς βιομηχανικής κοινωνίας και δύσκολα μπορεί να φανταστεί ότι οι τελευταίες έχουν πάψει πλέον να συλλαμβάνουν τις αναδυόμενες «δυνητικές πραγματικότητες». Ο εκσυγχρονισμός και ψηφιοποίηση συνοδεύεται από την αποσυναρμολόγηση των ιεραρχικά οργανωμένων πελώριων γραφειοκρατιών και του διοικητικού μηχανισμού που βασίζεται στον καταμερισμό εργασίας. Και η ελληνική κυβέρνηση εκσυγχρονίζει χωρίς όμως να αποσυναρμολογεί, δηλαδή, να μειώνει γραφειοκρατία και καταμερισμό της εργασίας. Δηλαδή, χωρίς να προχωρά στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.   

Και το ερώτημα της έρευνας θα έπρεπε να ήταν αν χάνονται ή όχι θέσεις εργασίας και πως γίνεται αυτό, αν αλλάζουν τα προσόντα και η ιεράρχηση τους, αν προκύπτουν νέα επαγγέλματα με τα παλιότερα να καθίστανται περιττά, αν τροποποιείται η οργάνωση ο τρόπο διοίκησης και διαδικασίες τους, αν προκύπτουν εναλλακτικά μοντέλα εργασιακών σχέσεων, αν η δόμηση του μέλλοντος λαμβάνει χώρα έμμεσα και άδηλα σε ερευνητικά εργαστήρια και διευθυντικά γραφεία, και όχι στα κοινοβούλια ή στα πολιτικά κόμματα και ούτω καθεξής.   

Όλα τα ανωτέρω ανταποκρίνονται και στην ανησυχητική πτώση 9 θέσεων που καταγράφει η Ελλάδα στη φετινή μελέτη του Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας και που αφορά το έτος 2020, που δημοσίευσε πρόσφατα το καναδικό Ινστιτούτο Fraser καθώς η χώρα μας καταλαμβάνει την 85η θέση ανάμεσα σε 165 χώρες. Ιδιαίτερα προβληματικό είναι ακόμη το γεγονός ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Την ώρα που ευαγγελίζεται δε την ψηφιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό, η Ελλάδα εμφανίζεται και ουραγός στα ευρυζωνικά δίκτυα. Οι ταχύτητες παραμένουν χαμηλές και οι τιμές υψηλές. 

Η Ελλάδα έχει επιλέξει να εκσυγχρονιστεί και να αλλάξει και το ενεργειακό της μείγμα – χωρίς φαίνεται να υπολογίζει τις σημερινές και μελλοντικές ενεργειακές της ανάγκες – την στιγμή μιας τέλειας παγκόσμιας καταιγίδας, την εποχή που δεν είναι καν δυνατόν να προβλέψουμε τις μεταβαλλόμενες κατευθύνσεις των οικονομικών δεικτών από μήνα σε μήνα, κατευθύνοντας μονοδιάστατα την οικονομία με επιδοτήσεις και επιδόματα με μοναδικό οδηγό τον ευάλωτο τουριστικό τομέα και κυρίως χωρίς να έχει σχεδιάσει μια μεταρρυθμιστική και αναπτυξιακή στρατηγική. Ποια είναι τα συγκριτικά και ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, που επιθυμεί να πάει, πως θα πάει με τον ασφαλέστερο τρόπο εκεί αλλά και τι θα επιφέρει το αποτέλεσμα του σχεδιασμού αυτού. 

Είναι η καλύτερη δυνατή πολιτική επιλογή η σημερινή κυβέρνηση σε σχέση με την εικόνα που παρουσιάζει συνολικά η αντιπολίτευση; Αδιαμφισβήτητα, την στιγμή μάλιστα που, τουλάχιστον σήμερα, δεν υπάρχει στον ορίζοντα ένας καλύτερος πολιτικός κεντροδεξιός κομματικός σχηματισμός να μπορέσει να την υποκαταστήσει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι στα χέρια αυτής της κυβέρνησης η χώρα πάει καλά ή έστω είναι ασφαλής. Η ελληνική κυβέρνηση, παρουσιάζει σήμερα μια εικόνα πανικού, στρεφόμενη σε ότι βρίσκει πρώτο μπροστά της, δηλαδή σε παρωχημένες και μάλιστα ιστορικά αποτυχημένες πολιτικές λύσεις που θέτουν την χώρα σε κινδύνους, όχι μόνο εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης, αλλά επειδή από πριν, θέλοντας να συμβιβαστεί – να συναινέσει – και όχι να συγκρουστεί με το κακό παρελθόν, δεν είχε σχεδιάσει και εφαρμόσει μια συγκεκριμένη μεταρρυθμιστική και αναπτυξιακή στρατηγική. 

Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να πάμε παραπέρα, χρειάζεται τουλάχιστον από εμάς τους κεντροδεξιούς ένα συμπληρωματικό βήμα. Οι όποιες αδυναμίες διακυβέρνησης που επιδεινώνουν το οικονομικό και κοινωνικό μέλλον της χώρας πρέπει να συνοδευθούν από φωνές αυτοκριτικής. Σε αυτή την περίπτωση ο Popper έχει πράγματι δίκιο: η κριτική σημαίνει πρόοδο. Δεδομένου ότι ιστορικά μόνο η κεντροδεξιά έχει στο παρελθόν και μπορεί σήμερα να οδηγήσει ασφαλέστερα την χώρα ακόμα και μέσα σε αυτή την τέλεια καταιγίδα, μόνο αν η κεντροδεξιά αντιτίθεται στην κεντροδεξιά, μπορεί το μέλλον που προετοιμάζεται να γίνει κατανοητό και αξιολογήσιμο για τον εξωτερικό κόσμο. Η διευκόλυνση της αυτοκριτικής σε όλες τις μορφές της δεν είναι ένα είδος κινδύνου ή διάσπασης, αλλά μάλλον ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούν να εντοπιστούν από πριν τα σφάλματα που αργά ή γρήγορα θα κατέστρεφαν την χώρα μας.  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.