Η ανεξέλεγκτη ελευθερία της κοινωνικής δραστηριότητας
Γράφει ο Γιάννης Κίτσος, Οικονομολόγος – Σύμβουλος χρηματοοικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού
Πρόσφατα βρέθηκα σε μια παρέα με παιδικούς φίλους. Μεταξύ άλλων αναπολήσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Κυρίως, την εποχή που οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών μας ήταν πάντα ανοικτά, ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Που φεύγαμε πρωί από το σπίτι μας, κυκλοφορούσαμε σε κεντρικές περιοχές της Αθήνας παίζοντας, γυρίζαμε βράδυ και χωρίς κανείς από τους δικούς μας να ανησυχεί. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα τη δεκαετία του 1980 – πολλοί από εσάς μπορεί να μην είχατε γεννηθεί τότε.
Στην σημερινή πραγματικότητα με προσγείωσε άσχημα ένα ξαφνικό τηλεφώνημα από την αδερφή μου. Μόλις της είχε κάποιος κλέψει το πορτοφόλι. Έπεσε θύμα εκείνων των αδίστακτων που εισέρχονται στα γραφεία με την πρόφαση να μοιράσουν διαφημιστικά φυλλάδια και όπου δούνε γραφείο άδειο και τσάντα ασυνόδευτη, και δη γυναικεία, ξεκινάνε τις παράνομες ανασκαφές. Αμέσως, θυμήθηκα το τηλεφώνημα μιας καλής φίλης, μέσα στον ίδιο μήνα, να μου περιγράφει το σκηνικό όπου σε επίσκεψη της σε ένα πολυκατάστημα στο κέντρο της Αθήνας είχε την ατυχία να της κλέψουν το πορτοφόλι από την τσάντα της ενώ την είχε στην πλάτη.
Πριν από μια εβδομάδα έπεσα πάνω σε ένα αντίστοιχο περιστατικό ακόμη πιο ακραίο, αυτή τη φορά στο μετρό. Πρωινή ώρα αιχμής, το βαγόνι γεμάτο, στριμωγμένος ο κόσμος και ξαφνικά ακούγεται μια γυναικεία φωνή: «Βγάλε τώρα αμέσως το χέρι σου από την τσάντα μου!». Είναι προφανές ότι η άμοιρη γυναίκα έπιασε ένα βήμα πριν τη δράση του τον επίδοξο κλέφτη. Και στις τρεις περιπτώσεις ο δράστης διέφυγε με μεγάλη ευκολία και άνεση. Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο, αλλά και στις τρεις περιπτώσεις ο δράστης ήταν αλλοδαπός – χωρίς να θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν και Έλληνες.
Αν και οι περιπτώσεις αυτές είναι ευρέως διαδεδομένες – φαντάζομαι ότι όλοι μας αν δεν έχουμε γίνει μάρτυρες, έχουμε ακούσει τουλάχιστον ένα ή και περισσότερα αντίστοιχα περιστατικά. Είναι από τις περιπτώσεις που ενώ το φαινόμενο είναι πλέον μαζικό, αντιλαμβάνεστε ότι είναι αντικειμενικά αδύνατο η αστυνομία να καταφέρει να το ελέγξει στο σύνολο του. Τα παραπάνω περιστατικά όχι μόνο δεν μπορούν να αστυνομευθούν ολοκληρωμένα αλλά ακόμη και αν επιχειρήσεις να τα καταγγείλεις έχεις να αντιμετωπίσεις από την απειλή των ίδιων των δραστών, αν συλληφθούν, μέχρι και των αλληλέγγυων σε αυτούς.
Για να έχετε συνολική εικόνα, το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ τη δεκαετία του 1980 ήταν 5.000 δολάρια περίπου – σήμερα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 18.000 δολάρια περίπου, σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερο σε σχέση με τότε. Ακόμα και να το αποπληθωρίσει κανείς, η διαφορά συνεχίζει να παραμένει μεγάλη. Η δε μέση τιμή της ανεργίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ήταν 6,5% περίπου. Σήμερα, βρίσκεται στο 17% περίπου. Ο πληθυσμός της χώρας ανερχόταν στα 9,5 εκ. το 1980, ενώ σήμερα πλησιάζει τα 11 εκ..
Το παράδοξο, από αναζήτηση στοιχείων στο internet, είναι ότι ο συνήθης όγκος βεβαιωμένης (από την Αστυνομία) συνολικής εγκληματικότητας, δηλ. πλημμελημάτων και κακουργημάτων, σημειώνει τις τελευταίες δεκαετίες ελαφρά αύξηση, την τελευταία δεκαετία μειώθηκε: Από 295.000 περίπου περιπτώσεις το 1980, σε 330.000 το 1990, σε 375.000 το 2000, σε 390.000 το 2010 και σε 210.000 το 2018!
Τα παραπάνω τα αναφέρω για να καταλάβετε ότι ο κόσμος τότε δεν περνούσε καλύτερα από ότι σήμερα, τουναντίον η καθημερινότητα του ήταν το ίδιο ή και ακόμη πιο δύσκολη. Η δε τότε τεχνολογία τον άφηνε πολύ πιο εκτεθημένο τότε σε τέτοιου είδους περιστατικά από ότι σήμερα.
Δεν ξέρω αν το γεγονός ότι πολλά περιστατικά εγκληματικότητας δεν καταγράφονται επειδή δεν καταγγέλλονται και η αστυνομία αντιμετωπίζει αντικειμενικές δυσκολίες να διαχειριστεί τη μικροεγκληματικότητα δημιουργεί μια ψευδή εικόνα, παρόλα αυτά, ενώ τα επίσημα στατιστικά μεγέθη μειώνονται την τελευταία δεκαετία, παρόλα αυτά το αίσθημα της εγκληματικότητας σήμερα είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τη δεκαετία του 1980. Τα σπίτια μας όχι μόνο είναι ερμητικά κλειστά αλλά προστατεύονται από πόρτες, παράθυρα και διάφορα άλλα συστήματα ασφαλείας. Τα παιδιά στις περισσότερες γειτονιές της Αθήνας μόνο με συνοδεία γονιών βγαίνουν έξω από τα σπίτια τους να παίξουν.
Πως φτάσαμε όμως μέχρι εδώ; Το περιβόητο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» που κυριάρχησε ως σύνθημα κατά τη δεκαετία του 1980, και ενίοτε επαναλαμβανόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, αντί να οδηγήσει στον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ πήγε τη χώρα στους μποέμ χαρακτήρες του Ντιντερό. «Μέσα στη φύση, όλα τα είδη αλληλοσπαράσσονται, μέσα στην κοινωνία αλληλοσπαράσσονται οι προϋποθέσεις», δηλώνει η μποέμικη πλευρά του Ντιντερό. Και έτσι, από την δεκαετία του 1980 κυριαρχεί και κορυφώνεται σήμερα, η λογική ότι σε αυτόν τον αγώνα επιβίωσης η ηθική δεν έχει θέση. Η δημόσια τάξη χαρακτηρίζεται ως μια απάτη ωφέλιμη για κάποιους, οι έντιμοι άνθρωποι πιο καθάρματα από τα διαπιστωμένα καθάρματα και η ατομική άμυνα προωθείται ως το μόνο καταφύγιο.
Με την ισοπέδωση της σχολικής και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δημιουργείται μεγάλος ζήλος αμοραλιστικής παιδαγωγικής, η οποία προωθείται κατεξοχήν από την αριστερά. Ο κάθε καθοδηγητής διαφθορέας, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα και τα ίδια επιχειρήματα, επιχειρεί να εκπαιδεύσει έναν νέο έτσι ώστε μα του μοιάσει, κι ονειρεύεται να απολαύσει από τον νέο αυτόν θριάμβους στους οποίους τον οδηγεί ο κυνισμός. Ο κακοποιός, ο ληστής, ο τρομοκράτης γίνονται ήρωες της αριστερής μυθολογίας. Από όλα αυτά τα πρόσωπα, ορισμένα υπακούουν στο ένστικτο τους, τα περισσότερα δικαιολογούν τη συμπεριφορά τους με μεταφυσικής ή ηθικής φύσης επιχειρήματα. Όλα όμως διακρίνονται για το τυχοδιωκτικό τους πνεύμα.
Ένα μέρος της αριστεράς «εκσυγχρονίζεται» και το άλλο «προοδεύει» με τα μαθήματα αριβισμού που παρέχονται από τότε μαζικά, όμως, να είναι κοινά. Το σύνθημα που κυριαρχεί είναι ότι η ζωή μπορεί να θεωρείται σαν ένας διαρκής αγώνας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Έτσι, δικαιολογείται ο καθένας που ψάχνει να βρει οποιονδήποτε τρόπο να αποκτήσει σύντομα μεγάλη περιουσία, γιατί ξέρει πως, όταν την αποκτήσει, κανένας δε θα τον μεμφθεί για αυτό. Κρίνεται, μάλιστα, αληθινό ταλέντο εκείνο που καταφέρνει να καλύψει την κλοπή κάτω από μια επίφαση νομιμότητας. Η επαιτεία για δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα συντελεί στην ένταση αυτών των συμπτωμάτων. Οι επιδέξιοι κλέφτες γίνονται δεκτοί στον κόσμο, περνούν για έντιμοι άνθρωποι και γαλουχούνται με βάση τους κώδικες τιμής των ανθρώπων του υπόκοσμου.
Πολλές μελέτες συγκλίνουν στο ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε σήμερα εδώ εξαιτίας της απαξίωσης της παιδείας. Δεν είναι μόνο η παιδεία όμως, αλλά και αυτό που γράφει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο Έθνος υπό σκιάν: «η εθνική μας ενότητα – δεν είνε όχι από τη γλώσσα του σχολείου παρά από την άλλη, τη σπιτίσια, που κλεί μέσα της τις παροιμίες, τις παραδόσεις, τα μετεωρίσματα, τους πόθους και τα όνειρα, σ’ όλη μας τη συνείδηση. Αυτή είναι που μας σφιχτοδένει απ’ άκρη σ’ άκρη: το Μωραΐτη με τον Κρητικό, το Ρουμελιώτη με τον Τραπεζούντιο, τον Κυπριώτη με το Θεσσαλό». Αυτό όμως χάθηκε με τις πεποιθήσεις περί διεθνισμού, πολυπολιτισμικότητας και αταξικής κοινωνίας. Η νεολαία δικαιολογείται, έτσι δηλώνει τουλάχιστον ο Τσίπρας, να πιστεύει σε αριστερές ουτοπίες αλλά λοιδορείται όταν αναζητά και υπερασπίζεται «τις παροιμίες, τις παραδόσεις, τα μετεωρίσματα, τους πόθους και τα όνειρα, σ’ όλη της τη συνείδηση». Όταν αναζητά και υπερασπίζεται τον ορθόδοξο Θεό.
Εν μέσω ακραίας λαθρομετανάστευσης, γεγονός που εντείνει την παραπάνω πραγματικότητα, η φράση του Παναγιώτη Κονδύλη στο σύγγραμμα του “Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο”, γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο Κονδύλης, αρχές της δεκαετίας του 1990, γράφει: «δεν μπορεί η ανεξέλεγκτη ελευθερία της ηθικοφιλοσοφικής σκέψης να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη ελευθερία της κοινωνικής δραστηριότητας».
Μεταξύ άλλων παθογενειών και δεινών που προκάλεσε, η ανεξέλεγκτη ελευθερία της ηθικοφιλοσοφικής σκέψης την οποία η αριστερά μετέτρεψε και συνεχίζει να μετατρέπει σε ανεξέλεγκτη ελευθερία της κοινωνικής δραστηριότητας, η απαξίωση των παραδόσεων, ηθών και εθίμων αλλά και ορθόδοξου Θεού της χώρας, κάνουν τα χρόνια της παιδικής μου αθωότητας να φαντάζουν παράδεισος. Ένας παράδεισος που όμως δεν είναι ουτοπία. Τον έζησα, συνεχίζει, έστω ως ανάμνηση, να ζει βαθιά μέσα μου και εύχομαι σύντομα να μπορέσουν και τα σημερινά και μελλοντικά παιδιά να τον ζήσουν. Πέρα από αυτό, αν δεν υπάρχουν εθνικό κράτος, παραδόσεις, ήθη, έθιμα και Θεός, μη λησμονούμε ότι πολύ χειρότερος από κάθε σύγκρουση μεταξύ οργανωμένων πολιτικών ή και εθνικών μονάδων μπορεί να είναι ο άμεσος αγώνας του ανθρώπου προς άνθρωπο υπό συνθήκες παγκόσμιας ανομίας.