Η αναβίωση του αστικού προτύπου και η Αναγέννηση
Γράφει ο Βαγγέλης Αντωνιάδης
Οι περισσότεροι ιστορικοί αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη πως για να κατανοηθεί το πολιτισμικό και ευρύτερα πνευματικό κίνημα της αναγέννησης, τουλάχιστον σε αντιδιαστολή με το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, είναι απαραίτητο να αναλυθεί σε συνάρτηση με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής.
Το λυκαυγές του 14ου αιώνα σημαδεύτηκε κατά κύριο λόγο από την μετατόπιση του κέντρου βάρους των κοινωνιών από την ύπαιθρο στις άλλοτε παρηκμασμένες πόλεις και την αναγέννηση του αστικού προτύπου. Ο αναγεννησιακός πολιτισμός είναι κυρίως αστικός και αντικατοπτρίζει την έντονη κοινωνική κινητικότητα της περιόδου στα μεγάλα αστικά κέντρα και την επιθυμία για κοινωνική ανέλιξη που σε αντίθεση με τα κοινωνικά στεγανά του Μεσαίωνα ανατροφοδοτείται από την ανεμπόδιστη πλέον επαφή ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, αλλά και την διανοητική ανάπτυξη που προέκυπτε από την όσμωση ετερόκλητων αντιλήψεων και τρόπων ζωής στις πόλεις. Η αναβίωση επομένως των πόλεων αποτέλεσε την αναγκαία κοινωνική συνθήκη για την πολιτιστική άνθηση που σφράγισε την περίοδο από τον 14ο έως τον 16ο αιώνα.
Ήδη από την ύστερη μεσαιωνική περίοδο είχαν αναδειχθεί νέα μεγάλα αστικά κέντρα στην Ευρώπη όπως η Φλάνδρα, η Φλωρεντία, η Γένοβα και η Βενετία. Σταδιακά μετεξελίχθηκαν σε εμπορικούς διαμετακομιστικούς κόμβους ενός νέου εμπορίου, που σε αντίθεση με το εμπόριο του παρελθόντος που απλά μετέφερε πολύτιμους λίθους και, καρυκεύματα, μετάξι και άλλα προϊόντα πολυτελείας από την ανατολή στην Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, διακινούσε πλέον προϊόντα της εγχώριας βιοτεχνίας.
Όμως μέχρι τον 15ο αιώνα, ο ριζικός οικονομικός, πολιτικός και κοινωνικός μετασχηματισμός είχε ολοκληρωθεί μόνο στην βόρεια Ιταλία. Ο μετασχηματισμός αυτός αφορούσε την ολοκληρωτική εξάλειψη των φεουδαρχικών δομών στην ύπαιθρο και την παράλληλη σχεδόν συγκρότηση ελεύθερων πόλεων κρατών, στο πλαίσιο των οποίων θα ξεδιπλωνόταν το σύνολο των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Στην δραματική αποδυνάμωση της υπαίθρου συνέτεινε η φοβερή επιδημία βουβωνικής πανώλης που την διετία 1347-1348, εξόντωσε το 1/3 του πληθυσμού.
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο πως η θεαματική οικονομική αλλά και πολιτιστική ακμή που καταγράφηκε στην βόρεια Ιταλία, οφείλεται στην εξαιρετικά πρώιμη κατάλυση των φεουδαλικών σχέσεων. Η ιπποτική αριστοκρατία του μεσαιωνικού παρελθόντος που βασιζόταν στην πολεμική τέχνη και την μεγάλη γαιοκτησία βρήκε τελικά καταφύγιο στα τείχη των πόλεων , όπου τελικά επιδόθηκε σε έναν μακρόχρονο, πολυεπίπεδο και εξαιρετικά σκληρό αγώνα για να διατηρήσει ορισμένα από τα προνόμια της δίχως επιτυχία. Στον ορίζοντα διανοίχθηκε ένας στίβος κοινωνικού ανταγωνισμού, συχνά με πολύ έντονα χαρακτηριστικά, στον οποίο διαγκωνιζόταν ανθρώπινες δεξιότητες και ταλέντα , φυσικά και πνευματικά που είχαν απαλλαγεί πλέον από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις της μεσαιωνικής φεουδαρχίας.
Σ αυτό το πρωτόγνωρο κοινωνικό περιβάλλον δημιουργήθηκε ένα φιλοσοφικό και πολιτικό κενό, το οποίο σταδιακά καλύφθηκε από τους θεσμούς αλλά και τα κοσμοείδωλα της νέας εποχής.
Αναμφίβολα είναι εντυπωσιακός ο ριζοσπαστισμός και ο αδιάλλακτος τρόπος με τον οποίο αντιπαρατέθηκαν οι εκπρόσωποι της νέας κοσμοθεωρίας στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις του Μεσαίωνα.
Παράλληλα εμπεδώθηκε η ισχυρή πεποίθηση πως ανέτειλε ένας νέος κόσμος δομημένος σε νέα θεμέλια.
Στον αντίποδα βέβαια του ιταλικού βορρά, ο ιταλικός νότος λόγω της ύπαρξης του βασιλείου των δύο Σικελιών με πρωτεύουσα την Νεάπολη, σημερινή Νάπολι και κάτω από την επικυριαρχία ενός κλάδου της ισπανικής δυναστείας των Βουρβόνων διατήρησε για αιώνες το σύστημα της φεουδαρχίας, με αποτέλεσμα η Νότια Ιταλία να μην επηρεαστεί από τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές του Μεσαίωνα και η υστέρηση αυτή που την χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απουσία της από τις κοσμογονικές διεργασίες της περιόδου.
Στις ελεύθερες πόλεις της βόρειας Ιταλίας, Φλωρεντία, Μιλάνο, Ουρμπίνο, εγκαθιδρύθηκαν ρεπουμπλικανικά πολιτεύματα ( res publicae). Γεγονός που σήμαινε πως η νέα εξουσία ( sognoria) προερχόταν από τα οικονομικά ενεργά και εύρωστα στρώματα του πληθυσμού των πολιτών και κυρίως από την ανερχόμενη εμπορική και τραπεζική μεσαία τάξη που στην ουσία παρέμεινε αυτόνομη και αυτοδιοικούμενη μέσα από ελεύθερες διαδικασίες επιβάλλοντας τις διεκδικήσεις και τα συμφέροντα της, συνολικά στις κοινωνίες.
Είναι προφανές πως η ολιγαρχική διακυβέρνηση των πόλεων κρατών, ελάχιστα κοινά είχε με το Δημοκρατικό πολίτευμα. Όμως επανέφερε στο επίκεντρο του πολιτικού και φιλοσοφικού διαλόγου την ανάμνηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών της κλασικής αρχαιότητας. Αναμνήσεις που ουδέποτε είχαν εκλείψει ακόμα και κατά τον Μεσαίωνα.
Όμως αυτές οι κοιτίδες πολιτικής αυτοδιοίκησης έμελλε σύντομα να εκλείψουν καθώς υπονομευόταν από δύο παράγοντες που καθόρισαν με τρόπο αποφασιστικό τις διεργασίες αλλά και τις κοινωνικές εξελίξεις της εποχής.
Πρώτον οι πολεμιστές και πολέμαρχοι αλλά και άλλοι συντελεστές των πολιτικών συσχετισμών, απαλλαγμένοι πλέον από τις φεουδαρχικές δεσμεύσεις μετατράπηκαν σε ανεξάρτητους και περιφερόμενους πολέμαρχους ( condotierre) που έθεταν τον εαυτό αλλά και τις πολεμικές ομάδες που τους ακολουθούσαν, στην διάθεση των ισχυρών έναντι οικονομικών αμοιβών, μέχρι βέβαια να αντιληφθούν το μέγεθος της ισχύος τους, να αυτονομηθούν πολιτικά και είτε να μετεξελιχθούν σε αυτόνομους πόλους επηρεασμού των πολιτικών συσχετισμών ακόμα και να επιβάλλει συχνά διά της βίας την κυριαρχία του στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα τις πόλεις σημάδεψαν έντονες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις καθώς στο εσωτερικό τους αναπτύχθηκε στην πλέον πρωτόλεια μορφή της η ταξική διαστρωμάτωση που διαμόρφωσε σταδιακά το σύνολο των δυτικοευρωπαϊκών και όχι μόνο κοινωνιών.
Αυτή η διαρκής σύγκρουση ανάδειξε τελικά κυρίαρχες προσωπικότητες, που είτε λόγω της πολιτικής τους ικανότητας, είτε της οικονομικής τους ισχύος επέβαλαν προσωποπαγή συστήματα εξουσίας, συχνά κληρονομικά. Τα ρεπουμπλικανικά πολιτεύματα σταδιακά εκφυλίστηκαν σε δεσποτικά, με σημαντικότερη εξαίρεση εκείνη της Βενετίας, την Γαληνότατη Δημοκρατία ( republica seversissima ) όπως ονομάστηκε και η οποία παρέμεινε μία ολιγαρχικά οργανωμένη πολιτεία μέχρι την εποχή της κατάλυσης της από τον Ναπολέοντα. Με τον δόγη να είναι απλά ο πρώτος ( primus ) στο συμβούλιο των πιο δυνατών κοινωνικά πολιτών, το οποίο είχε απόλυτες νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες.
Οι Βισκόντι και οι Σφόρτζα στο Μιλάνο, οι Γκονσάγια στην Μάντουα, οι Ντ Εστε, στην Φερράρα και οι Μέδικοι στην Φλωρεντία, ήταν κάποιοι από τους σφετεριστές που είτε με δόλο είτε με βία κατέλαβαν την εξουσία και χρησιμοποιούσαν τους μηχανισμούς της για να επιβάλλουν την ιδεολογία τους στην πολιτεία. Οι ηγεμόνες αυτοί ζητούσαν να διαμορφώσουν τις κοινωνίες με βάση της βούληση τους.