Χρειαζόμαστε τέταρτη Νομική;
Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Δικηγόρος
Η επίσημη ανακοίνωση της δημιουργίας Νομικής Σχολής στην Πάτρα, της τέταρτης δηλαδή Νομικής Σχολής στην Ελλάδα, πυροδότησε έντονες και αντιδράσεις τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, όσο και στον ευρύτερο νομικό κόσμο. Οι Νομικές Σχολές ΕΚΠΑ και ΑΠΘ εξέφρασαν επισήμως την αντίθεσή τους, επικαλούμενες τις τρομερές ελλείψεις που αντιμετωπίζουν σε χρηματοδότηση, προσωπικό κοκ. Η Νομική Σχολή Κομοτηνής έφτασε στο σημείο να αναστείλει τη λειτουργία της αντιδρώντας στο ενδεχόμενο. Αρνητικοί έχουν παρουσιαστεί, επισήμως και ανεπισήμως, και άλλοι φορείς, όπως ο ΔΣΑ, ο ΔΣΘ, τοπικοί παράγοντες του νομού Ροδόπης κοκ, με διαφορετικά κίνητρα και για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.
Η βασική σκέψη στην οποία βασίζεται η δημιουργία τέταρτης Νομικής είναι πως έτσι θα επιτευχθεί η αποσυμφόρηση των υφισταμένων Σχολών σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή. Η εξέλιξη αυτή περισσότερο αφορά τη Νομική Αθηνών, που παρουσιάζει και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση φοιτητών. Ουσιαστικά το σκεπτικό πίσω από το άνοιγμα τέταρτης Νομικής είναι πως αν ο αριθμός των εισακτέων μείνει σταθερός και αυτοί πλέον μοιράζονται σε τέσσερις Σχολές, και όχι σε τρεις, οι φοιτητές που θα αναλογούν σε κάθε Σχολή θα είναι λιγότεροι, και αυτό θα επιτρέψει καλύτερη αξιοποίηση πόρων, χώρων, καθηγητών κοκ. Επιπροσθέτως, το άνοιγμα Νομικής Σχολής στην Πάτρα θα εξυπηρετήσει φοιτητές από Πελοπόννησο, δυτική Στερεά Ελλάδα και Ιόνια Νησιά, καθώς η απόσταση της Σχολής από τον τόπο κατοικίας των οικογενειών τους θα είναι αισθητά μικρότερη απ’ ό, τι αν φοιτούσαν στη Θεσσαλονίκη ή την Κομοτηνή.
Με μια απλή ανάγνωση των επιχειρημάτων υπέρ της δημιουργίας τέταρτης Νομικής, είναι φανερό ότι βασίζονται σε μια σαθρή προϋπόθεση: Στο σταθερό αριθμό των εισακτέων. Για να εκπληρωθεί ο σκοπός της αποσυμφόρησης η διατήρηση του αριθμού των εισακτέων στα ίδια ακριβώς επίπεδα με τα τωρινά είναι απόλυτο και αναγκαίο προαπαιτούμενο. Αν η νέα Νομική συνοδευτεί με αύξηση εισακτέων καμία αποσυμφόρηση δε θα επιτευχθεί. Με δεδομένο όμως ότι με το σημερινό σύστημα ο αριθμός των εισακτέων αποφασίζεται καθαρά από την εκτελεστική εξουσία, χωρίς εμπλοκή των Πανεπιστημίων, πως μπορεί να εγγυάται η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ότι θα διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα οι εισακτέοι; Έστω ότι πιστεύουμε στην καλή πίστη του Υπουργού, μπορεί να εγγυηθεί το ίδιο και για τον διάδοχό του; Όχι μόνο δε μπορεί αλλά η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών μάλλον το αντίθετο δείχνει. Ότι με κάθε αφορμή και ευκαιρία, είτε προεκλογικά, είτε για ρουσφέτι στην τοπική κοινωνία, είτε για εξυπηρέτηση σε παράγοντες του πανεπιστημίου κοκ ο αριθμός των εισακτέων θα κινείται όλο και πιο ανοδικά. Αν επιβεβαιωθεί αυτό, με μαθηματική ακρίβεια σε μερικά χρόνια κάθε Νομική θα βρεθεί να δέχεται ακριβώς όσους δέχεται και σήμερα.
Το ενδεχόμενο η δημιουργία νέας Νομικής να οδηγήσει τελικά σε αύξηση του συνολικού αριθμού των εισακτέων σε Νομικές Σχολές, αποτελεί βασικό επιχείρημα όσων αντιτίθενται σε αυτή. Η αγορά εργασίας στο δικηγορικό κλάδο είναι ήδη κορεσμένη σε εξαιρετικό βαθμό, και η υφιστάμενη επαγγελματική ύλη δεν επαρκεί. Υπάρχει τεράστια προσφορά εργασίας και δυσανάλογα μικρότερη ζήτηση. Αν η δημιουργία τέταρτης Νομικής ακολουθηθεί και από αύξηση των φοιτητών νομικών σπουδών, θα οδηγήσει απλά σε μελλοντική αύξηση της ανεργίας στο δικηγορικό κλάδο, με δεδομένο ότι δε διαφαίνονται ιδιαίτερες προοπτικές για το επάγγελμα. Βλέπουμε εδώ και χρόνια το φαινόμενο οι πτυχιούχοι της Νομικής να στρέφονται σε άλλους, συγγενείς χώρους (δημόσια διοίκηση, δημοσιογραφία κοκ), επειδή τα νομικά επαγγέλματα έχουν κορεστεί, και είτε δεν υπάρχει προσφορά εργασίας, είτε η τελική εξίσωση των συνθηκών άσκησης του επαγγέλματος, των δυσκολιών και της συνολικής ωφέλειας (οικονομικής και μη) για το δικηγόρο αποβαίνει αρνητική και οδηγεί σε αναζήτηση άλλης επαγγελματικής εξασφάλισης. Η προοπτική ενός τέτοιου μέλλοντος, όπως γίνεται αντιληπτό, είναι πρώτα απ’ όλα αρνητική για τους ίδιους τους φοιτητές και μελλοντικούς πτυχιούχους, οι οποίοι αφιερώνουν χρόνο, ενέργεια, χρήματα κοκ σπουδάζοντας μια επιστήμη που ενδεχομένως να μη μπορέσουν ποτέ να ασκήσουν. Και φυσικά είναι αρνητικό για την εκάστοτε Σχολή, και συνολικά για το Ελληνικό Δημόσιο, που αφιερώνουν πόρους, προσωπικό κοκ για να παρέχουν σπουδές σε ένα αντικείμενο, που τελικά δε θα αξιοποιηθούν επαγγελματικά από τους φοιτητές.
Το ενδεχόμενο αύξησης των εισακτέων όμως δεν είναι το σημαντικότερο πρόβλημα με την ίδρυση τέταρτης Νομικής. Υπάρχει κάτι πολύ πιο άμεσο. Το βασικότερο επιχείρημα που προβάλλουν οι υφιστάμενες Νομικές κατά της δημιουργίας τέταρτης Σχολής είναι ότι με τους σήμερα διαθέσιμους πόρους ήδη αντιμετωπίζουν τρομερές ελλείψεις σε μέλη ΔΕΠ και διοικητικό προσωπικό λόγω συνταξιοδοτήσεων, ενώ και η άμεση χρηματοδότηση τους έχει μειωθεί δραματικά, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να ενημερώσουν τις βιβλιοθήκες με συγγράμματα, να παράσχουν υπηρεσίες φύλαξης, καθαριότητας και υγιεινής κοκ. Εν ολίγοις, επικαλούνται ότι το παρεχόμενο επίπεδο σπουδών έχει υποστεί μεγάλη πτώση, η οποία οφείλεται καθαρά στις κάθε είδους ελλείψεις, και όχι σε λόγους ακαδημαϊκούς ή εκπαιδευτικούς. Οι υφιστάμενοι πόροι δεν επαρκούν για να διανεμηθούν σε τρεις Νομικές, πόσο μάλλον σε τέσσερις! Εάν δε το Υπουργείο σκοπεύει να διαθέσει επιπλέον πόρους για νομικές σπουδές, είναι προτιμότερο αυτοί να αξιοποιηθούν για τις ελλείψεις και τα κενά των υφισταμένων Σχολών, που έχουν ήδη φοιτητές να εξυπηρετήσουν και επιτελούν ακαδημαϊκό έργο, παρά για τη δημιουργία νέας, που ουσιαστικά θα αποτελεί μια μελλοντική επένδυση.
Επιπλέον, πέραν των ως άνω αναφερομένων ελλείψεων, οι υφιστάμενες Νομικές, και κυρίως η Νομική Κομοτηνής, ανησυχούν ότι σε περίπτωση δημιουργίας νέας Σχολής στη νότια Ελλάδα πολλά μέλη ΔΕΠ θα την προτιμήσουν. Έτσι οι υφιστάμενες Νομικές θα αποδυναμωθούν περαιτέρω σε διδακτικό προσωπικό, τη στιγμή που ήδη υπάρχουν ελλείψεις, δεν είναι καθόλου βέβαιο δε ότι τα νέα κενά θα καλυφθούν. Πόσο μάλλον για το ακαδημαϊκό κενό που θα προκύψει από την απώλεια της εμπειρίας και των γνώσεων υφισταμένων μελών ΔΕΠ.
Πέραν αυτού όμως, η λογική της δημιουργίας τέταρτης Νομικής πάσχει σε κάτι σημαντικότερο. Επιχειρεί να αντιμετωπίσει ένα ζήτημα εστιάζοντας σε λάθος αιτία. Όπως προαναφέρθηκε, το μεγαλύτερο πρόβλημα συμφόρησης φοιτητών το αντιμετωπίζει η Νομική Αθηνών. Η συμφόρηση όμως δεν οφείλεται στον αριθμό των εισακτέων που δέχεται, που είναι στα ίδια περίπου επίπεδα με της Θεσσαλονίκης και της Κομοτηνής, αλλά στους επιπλέον φοιτητές που προκύπτουν εκτάκτως από μετεγγραφές, 10% κοκ. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, για το προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος προκύπτει ότι οι φοιτητές από μετεγγραφή ξεπέρασαν το 21% σε σχέση με τους εισακτέους, υπήρξαν δε ακαδημαϊκά έτη που η αύξηση έφτασε το 40%! Όταν υπολογίζεις 400 νέους φοιτητές το χρόνο και τελικά σου προκύπτουν 80 επιπλέον για αρχή με αυξητική τάση, ο αρχικός σου προγραμματισμός είναι δεδομένο ότι θα καταρρεύσει στην πορεία, καθώς αναλόγως με τον αριθμό των φοιτητών αυξάνονται οι δαπάνες που πρέπει να κάνεις για συγγράμματα, σίτιση κοκ. Ο τρόπος δε που διανέμονται τα κονδύλια από το Υπουργείο δεν είναι ακριβώς ευέλικτος, δεν ακολουθεί ούτε πάντοτε ούτε εγκαίρως την αύξηση των φοιτητών.
Βάσει λοιπόν των ανωτέρω, ακόμα και αν υπήρχε η δυνατότητα διατήρησης των εισακτέων σε σταθερό αριθμό από έτος σε έτος, με δεδομένο το σημερινό χαλαρό σύστημα στις μετεγγραφές και γενικότερα την ευκολία με την οποία επιτυγχάνονται μετακινήσεις φοιτητών είναι μαθηματικά βέβαιο ότι πλήθος φοιτητών θα καταλήξει ξανά στην Αθήνα, και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη. Καλώς ή κακώς είναι δεδομένο ότι ο μισός πληθυσμός της χώρας κατοικεί εντός Αττικής, η δε αντίληψη του περιφερειακού ΑΕΙ ως σκαλιού για τη μετάβαση στο κεντρικό έχουμε ήδη δει να εφαρμόζεται κατά κόρον με τη Νομική Κομοτηνής, για τη μετεγγραφή τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει λοιπόν έντονος ο κίνδυνος η Νομική Πατρών να λειτουργήσει απλά ως ένας προθάλαμος, ως ένας πλάγιος τρόπος για πολλούς φοιτητές από Αττική να εισαχθούν στη Νομική Αθήνας.
Εν ολίγοις, το σχέδιο δημιουργίας τέταρτης Νομικής πάσχει καθώς όσο διατηρείται η δυνατότητα αύξησης των εισακτέων χωρίς εμπλοκή των Πανεπιστημίων και όσο υπάρχει η εύκολη δυνατότητα μετακίνησης, η δημιουργία νέας Νομικής όχι μόνο δε θα αποσυμφορήσει τις υφιστάμενες αλλά ενδεχομένως να τις επιβαρύνει περισσότερο! Είτε αυξηθούν οι εισακτέοι είτε όχι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη θα επιβαρυνθούν με μετακινήσεις. Τα δε διαθέσιμα κονδύλια θα μειωθούν στην πράξη, καθώς όχι μόνο θα διανέμονται σε τέσσερις Σχολές αντί για τρεις, αλλά μία, ίσως και δύο εξ’ αυτών, θα έχουν μεγαλύτερες ανάγκες, δεδομένου ότι θα παρέχουν υπηρεσίες σε περισσότερους αναλογικά φοιτητές! Συνεπώς, η δημιουργία τέταρτης Νομικής σήμερα μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει όχι στην αποσυμφόρηση της Νομικής ΕΚΠΑ, που είναι ο βασικός στόχος, αλλά σε μεγαλύτερη ακόμα μείωση της χρηματοδότησής της, που δε θα συνοδευτεί με ανάλογη μείωση των δαπανών.
Συνοψίζοντας, τόσο η συμφόρηση που επικαλείται το Υπουργείο όσο και οι ελλείψεις σε προσωπικό και χρηματοδότηση που επικαλούνται οι Νομικές είναι υπαρκτά προβλήματα, η λύση όμως δεν εντοπίζεται στη δημιουργία νέας Νομικής. Κάτι τέτοιο δε θα συνιστούσε λύση αλλά διαχείριση του προβλήματος, καθώς οι αιτίες θα παρέμεναν και η όποια ρύθμιση θα ήταν τελείως προσωρινή.
Για να λυθεί το πρόβλημα απαιτείται να σταματήσουν οι Νομικές, και ειδικά η Νομική ΕΚΠΑ, να δέχονται κάθε χρόνο περισσότερους φοιτητές απ’ όσο μπορούν να εξυπηρετήσουν. Άλλωστε κατά κοινή ομολογία οι υφιστάμενες Νομικές δέχονται και εξυπηρετούν πολύ περισσότερους φοιτητές απ’ όσους αντέχει η αγορά εργασίας. Δεν πρέπει δηλαδή να εστιάσουμε στη διατήρηση του αριθμού των εισακτέων σταθερού, αλλά στη μείωση αυτού, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Κάτι που πρώτα απ’ όλα εξυπηρετεί τους ίδιους τους φοιτητές, και έπειτα το κράτος και σε τελική ανάλυση το φορολογούμενο, με την καλύτερη αξιοποίηση των διαθεσίμων κονδυλίων. Αναγκαίο είναι επίσης να μειωθεί ο ρυθμός που δέχονται οι κεντρικές Σχολές μετακινήσεις. Αν υπάρχουν κονδύλια επαρκή για δημιουργία νέας Σχολής, θα αξιοποιηθούν πολύ καλύτερα αν διατεθούν για τη κάλυψη των αναγκών των υφισταμένων αναγκών, παρά για τη δημιουργία νέων, που θα προκύψουν από το άνοιγμα Νομικής Σχολής στην Πάτρα.
Πρέπει να τονιστεί επίσης, ότι προξενεί ιδιαίτερη απορία πως ενώ το γενικότερο κλίμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι στην κατεύθυνση περιορισμού των δομών για την καλύτερη αξιοποίηση ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων, η κυβέρνηση επιλέγει τη δημιουργία τέταρτης Νομικής. Δεν είναι βέβαια η πρώτη κίνηση που κάνει σε αυτή την κατεύθυνση, προκαλεί όμως δεύτερες και τρίτες σκέψεις, με δεδομένο ότι δεν είχε υπάρξει κάποιο σχετικό αίτημα από τους επαγγελματικούς χώρους που συνδέονταν άμεσα με τις Νομικές Σχολές, ούτε είχε υπάρξει οποιαδήποτε σοβαρή ανησυχία για το παρεχόμενο επίπεδο σπουδών σε αυτές. Είναι περισσότερο από φανερό ότι με τη δημιουργία της Νομικής Πατρών έχει τεθεί σε απόλυτη προτεραιότητα η εξυπηρέτηση συμφερόντων που δεν έχουν σχέση με το ακαδημαϊκό έργο που οφείλουν να παρέχουν τα Πανεπιστήμια. Ίσως να αποτελεί μια προσπάθεια εξυπηρέτησης της τοπικής κοινωνίας, που θα δει μεγάλα οικονομικά οφέλη από τη μετακίνηση επιπλέον φοιτητών στην πόλη. Ίσως να αποσκοπεί στην επαγγελματική εξασφάλιση κάποιων προσώπων, που επιδιώκουν την αξιοποίηση των νομικών τους σπουδών σε ακαδημαϊκό επίπεδο, εφόσον αδυνατούν ή δε θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους στη δικηγορία και τα υπόλοιπα νομικά επαγγέλματα. Ίσως να έχει ένα εκλογικό κίνητρο, καθώς οι ως άνω δυνητικά ωφελούμενοι θα έχουν έναν πολύ καλό λόγο να μην επιθυμούν την κυβερνητική αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μια αλλαγή από την οποία η νομική επιστήμη στην Ελλάδα περιμένει κάποια ωφέλεια.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά θα ήθελα να κάνω στην ανάγκη στήριξης της Νομικής Κομοτηνής. Αν και απόφοιτος Νομικής Αθηνών, και υποστηρικτής της ανωτερότητάς της σε σχέση με τις άλλες δύο, κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Νομική Κομοτηνής είναι μια εξαιρετική Σχολή, στην οποία διδάσκουν ιδιαίτερα διακεκριμένοι επιστήμονες. Οι παρεχόμενες σπουδές είναι ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου, σε μερικούς δε κλάδους του δικαίου είναι δεδομένο ότι υπερτερεί των άλλων δύο Σχολών. Πέραν όμως της υψηλής ακαδημαϊκής της αξίας, πιστεύω ακράδαντα πως η Νομική Κομοτηνής πρέπει να στηριχθεί και να ενισχυθεί για λόγους μείζονος εθνικού συμφέροντος. Η ενίσχυση του χριστιανικού στοιχείου στο νομό Ροδόπης, που συντελείται με τη μετακίνηση χιλιάδων φοιτητών για τις σπουδές τους, αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο για τη διασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας στην περιοχή. Η δε ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή, που προκαλείται από τη λειτουργία των διαφόρων Σχολών και τα παρεπόμενα οφέλη για την τοπική κοινωνία, είναι απαραίτητη για την ομαλή συμβίωση και τις καλές σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Τόσο η Νομική Κομοτηνής όσο και το σύνολο των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην περιοχή πρέπει να στηριχθούν, για να συνεχίσουν να υπηρετούν επαρκώς όχι μόνο την ακαδημαϊκή τους αποστολή, αλλά και τα εθνικά συμφέροντα σε μια κρίσιμη και ευαίσθητη περιοχή. Εν τέλει, αν τα Πανεπιστήμια επιτελούν και μια οικονομική λειτουργία, πέραν της ακαδημαϊκής και της κοινωνικής, ας αξιοποιηθεί αυτή για τη στήριξη των εθνικά ευαίσθητων περιοχών, και όχι για την άσκηση ψηφοθηρίας και την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων.
Και για να έρθουμε στο προκείμενο, αν το Υπουργείο θεωρεί πως υπάρχουν κονδύλια να διατεθούν για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η καλύτερη για εμένα λύση είναι αυτά να αξιοποιηθούν για την ανέγερση νέων φοιτητικών εστιών, την επέκταση του δικαιώματος δωρεάν σίτισης, τη διευκόλυνση των μετακινήσεων, και γενικότερα την παροχή κινήτρων για φοίτηση στην Κομοτηνή. Στο κάτω-κάτω, όπως προαναφέραμε, η διατήρηση του αριθμού των φοιτητών στην Κομοτηνή είναι άμεσα συνδεδεμένη και με την κατάσταση των άλλων δύο Νομικών Σχολών. Όσο περισσότεροι φοιτητές εγκαταλείπουν τη Νομική Κομοτηνής για να μετακινηθούν στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, τόσο περισσότερο επιβαρύνονται αυτές.
Κλείνοντας, για όλους τους ανωτέρω λόγους, καλύτερο λοιπόν θα ήταν αν το Υπουργείο, πριν κάνει μεγαλεπήβολα και ύποπτα σχέδια για δημιουργία νέων Σχολών, να στήριζε τις υφιστάμενες και να επιδίωκε την καλύτερη εκτέλεση του δικού τους ρόλου.