Αταξική πολιτική ακινήτων

Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Νομικός

Αδιαμφισβήτητα, από το σύνολο των εξαγγελιών της κυβέρνησης κατά τις προγραμματικές δηλώσεις, μεγαλύτερη αίσθηση έκανε η μείωση του ΕΝΦΙΑ ήδη από φέτος, το 2019, κλιμακωτά για το σύνολο των ιδιοκτητών ακινήτων ανά την επικράτεια. Η αίσθηση αυτή προκλήθηκε αφενός λόγω της αντικειμενικά μεγάλης αντιδημοφιλίας του φόρου ακινήτων, αφετέρου λόγω της επιλογής του πρωθυπουργού να το ντύσει με τον επικοινωνιακό μανδύα της αντίστροφης κωλοτούμπας.

Μετά την ανακοίνωση της εξαγγελίας, τόσο ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα φιλικά αυτού ΜΜΕ, έσπευσαν να καταγγείλουν την κυβέρνηση ότι καταργεί την ήδη ψηφισμένη μείωση του φόρου για τις χαμηλές ακίνητες περιουσίες που είχε ήδη ψηφιστεί και ήταν σε ύψος 30%, για να φέρει τώρα μικρότερη μείωση, ύψους 22%, και να οικειοποιηθεί επικοινωνιακά τη μείωση ως δική της. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό παντελώς ψευδή που θα αναλυθεί αμέσως κατωτέρω.

Πράγματι υπάρχει ψηφισμένη από την προηγούμενη κυβέρνηση μείωση του ΕΝΦΙΑ, ήδη από τα τέλη του 2018, που μάλιστα πρόλαβε και να τροποποιηθεί δύο φορές (αυτή είναι η τρίτη) πριν  εφαρμοστεί. Βάσει της ρύθμισης του ΣΥΡΙΖΑ η μείωση επικεντρωνόταν στους φορολογουμένους με χαμηλής αξίας ακίνητη περιουσία. Το όριο που είχε τεθεί ήταν 60.000 ευρώ, και για τον υπολογισμό δε θα λαμβάνονταν υπόψη η αξία δικαιωμάτων επί αγροτεμαχίων. Για τους φορολογουμένους με ακίνητη περιουσία χαμηλότερη του ορίου, η μείωση, που θα παρεχόταν με τη μορφή έκπτωσης, θα έφτανε το 30% του φόρου, με βάση δε την τελευταία τροπολογία που είχε ψηφιστεί, η έκπτωση δε μπορούσε να υπερβεί το όριο των 100 €.

Εν ολίγοις, με περιουσία έως 60.000 ευρώ άνευ αγροτεμαχίων θα παρεχόταν έκπτωση 30% επί του φόρου, και η έκπτωση μπορούσε το μέγιστο να φτάσει τα 100 €. Για συνολική ακίνητη περιουσία 60.000-200.000 ευρώ, η ως άνω έκπτωση θα ήταν αισθητά μειωμένη, αν όχι ανύπαρκτη, κυρίως λόγω της εφαρμογής του προαναφερθέντος ορίου των 100 €. Για περιουσίες άνω των 200.000 δεν προβλεπόταν καμία έκπτωση.

Όπως γίνεται ευχερώς αντιληπτό, η ρύθμιση αυτή, με πρόσχημα τη δήθεν ελάφρυνση των χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων εις βάρος των υψηλών, με τα όρια όμως που έθετε κατέληγε στο αποτέλεσμα να αποκλείει το μεγαλύτερο μέρος των ιδιοκτητών από την έκπτωση, με την αιτιολογία ότι η αξία της ακίνητης περιουσίας τους ήταν υψηλή και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία κάποια μείωση. Ακόμα και με την εξαίρεση των αγροτεμαχίων από τον υπολογισμό, το όριο των 60.000 € παρέμενε πολύ χαμηλό. Στην πράξη μπορούσαν να επωφεληθούν από την ελάφρυνση του φόρου μόνο αστικά ακίνητα μικρής έκτασης σε περιοχές χαμηλής αντικειμενικής αξίας. Για παράδειγμα, ένα διαμέρισμα στη Δραπετσώνα ή στο Πέραμα.

Πέρα όμως από το γεγονός ότι το όριο αυτό απέκλειε πολλούς φορολογουμένους, με το σκεπτικό ότι η ακίνητη περιουσία τους ήταν μεγάλη, ενδιαφέρον έχει να δούμε ποιοι ήταν αυτοί που περιελάμβανε. Περιελάμβανε αποκλειστικά ιδιοκτήτες που έτσι κι αλλιώς κατέβαλαν χαμηλό φόρο, ένεκα της χαμηλής αξίας της ιδιοκτησίας τους, κι ως εκ τούτου θα ήταν χαμηλή κι η έκπτωση που θα τους παρεχόταν. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του διαμερίσματος στη Δραπετσώνα με αξία 60.000 ευρώ που προαναφέραμε, ο συνολικός ΕΝΦΙΑ που πλήρωσε το 2018 ήταν περίπου στα 220 ευρώ (υπενθυμίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη κι άλλοι συντελεστές εκτός από την αξία του ακινήτου), και με την έκπτωση του 30% θα πλήρωνε 66 ευρώ λιγότερα. Όφελος της τάξεως των 5,5 € ανά μήνα. Ακόμα δε κι αν για οποιοδήποτε λόγο ο φόρος που του αναλογούσε ήταν υψηλότερος κι η έκπτωση μεγαλύτερη, το μέγιστο που μπορούσε αυτή να φτάσει ήταν τα 100 ευρώ, όφελος δηλαδή λιγότερο από 10 € το μήνα.

Εν ολίγοις, η μείωση που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση απέκλειε τους ιδιοκτήτες που είχαν επιβαρυνθεί αναλογικά περισσότερο τα τελευταία χρόνια, αυτούς δηλαδή που πλήρωναν περισσότερο λόγω της αξίας των ακινήτων τους, ανεξαρτήτως αν είχαν το ανάλογο εισόδημα, ενώ ελάφρυνε αποκλειστικά τους ιδιοκτήτες που έτσι κι αλλιώς πλήρωναν λίγα, και ακόμα και για αυτούς το μέγεθος της έκπτωσης ήταν μικρό.

Το νομοσχέδιο της σημερινής κυβέρνησης ακόμα δεν το έχουμε δει. Κι όταν το δούμε θα κριθεί και στις τεχνικές του λεπτομέρειες. Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για παράδειγμα να δούμε αν θα διατηρηθεί η αμφιβόλου αποτελεσματικότητας εξαίρεση των αγροτεμαχίων. Γνωρίζουμε όμως σε κάθε περίπτωση τις γενικές κατευθύνσεις, που έχουν ήδη αναγγελθεί. Η έκπτωση δε θα περιορίζεται σε συνολική ακίνητη περιουσία μικρότερη των 200.000 €, θα αφορά το σύνολο των φορολογουμένων ανεξαρτήτως της αξίας. Η αξία θα λαμβάνεται υπόψη μόνο για το ύψος της έκπτωσης, που υπολογίζεται κλιμακωτά. Από κει και πέρα κάθε ιδιοκτήτης, από τον μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, θα δει το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει για ΕΝΦΙΑ περισσότερο ή λιγότερο μειωμένο.

Για τους φορολογουμένους με ακίνητη περιουσία μικρότερη των 60.000 € το ύψος της μείωσης παραμένει στο ίδιο επίπεδο με τη μείωση που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στο 30%. Για τους υπόλοιπους υπάρχει η εξαγγελία ότι αυτή θα είναι η πρώτη δόση της συνολικής έκπτωσης. Θα ακολουθήσουν άλλες δύο, το 2020 και το 2021, με στόχο στην τριετία η συνολική μείωση του ΕΝΦΙΑ για το σύνολο των φορολογουμένων να φτάσει το 30%, που φέτος θα ισχύσει μόνο για τους χαμηλοιδιοκτητες.

Η αλλαγή αυτή από μόνη της είναι σπουδαία, καθότι δείχνει τη διαφορά νοοτροπίας της σημερινής κυβέρνησης από την προηγούμενη. Η σημερινή κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει την φορολόγηση των ακινήτων ταξικά. Δεν αντιλαμβάνεται ως εχθρούς που πρέπει να συνεχίσουν να επιβαρύνονται υψηλά όσους έχουν ακίνητη περιουσία, ούτε θεωρεί πως απόλυτη προτεραιότητα έχουν οι ιδιοκτήτες μικρής ακίνητης περιουσίας. Η πρώτη κινηση της νέας κυβέρνησης στο ζήτημα φορολόγηση ακινήτων δείχνει την ανατροπή μιας διαχρονικής αντίληψης πως όσο μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία έχει κανείς τόσο περισσότερο επιβάλλεται να στοχοποιηθεί φορολογικά.

Η επέκταση της μείωσης στους μεσαίους και μεγάλους ιδιοκτήτες συνιστά μια έμπρακτη επιβράβευση για τα αυξημένα βάρη που υπέστησαν όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Συνιστά μια αναγνώριση ότι οι ιδιοκτήτες αυτοί στηρίζουν εδώ και χρόνια το κράτος με τους υψηλούς φόρους που καταβάλλουν, και το κράτος τους επιβραβεύει. Το κράτος δε δείχνει μόνο το κοινωνικά ευαίσθητο πρόσωπό του προς τους αδυνάμους, αλλά προβάλλει κι ένα χαρακτήρα ανταπόδοσης και επιβράβευσης προς αυτούς που το στηρίζουν. Δε μειώνει απλά το φόρο για όσους ήδη καταβάλουν λίγα, ώστε να πουλάει κοινωνικό πρόσωπο με ελάχιστο όφελος για την οικονομία. Δίνει εμπράκτως ένα κίνητρο σε όσους καταβάλλουν πολλά και το στηρίζουν, δείχνοντας ότι η καλή πορεία της χώρας περιλαμβάνει όφελος και για αυτούς.

Πριν δούμε το τελικό νομοσχέδιο είναι νωρίς να μιλήσουμε για το πραγματικό μέγεθος του οφέλους για τους ιδιοκτήτες και την οικονομία. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αλλαγή στη μείωση του ΕΝΦΙΑ αποτελεί μια έμπρακτη ένδειξη της κυβερνητικής αλλαγής που μεσολάβησε. Ένα ήδη ψηφισθέν μέτρο αναπροσαρμόστηκε ώστε να σταματήσει να εξυπηρετεί τις ιδεοληψίες και την επικοινωνιακή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, και να επιφέρει ελαφρύνσεις περισσότερο σύμφωνες με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. Ήταν μια καλή αρχή που αναμένουμε να έχει και συνέχεια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.