Ιθαγένεια και Γιάννης Αντετοκούνμπο

Γράφει ο Αντώνιος Μιχελόγγονας, Νομικός

Η απάντηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην προτροπή φιλάθλου να υπογράψει πάνω στην ελληνική σημαία αναμφίβολα συζητήθηκε πολύ και προκάλεσε σωρεία θετικών σχολίων για το νεαρό καλαθοσφαιριστή. Είναι γνωστό πώς απέκτησε ο Αντετοκούνμπο την ελληνική ιθαγένεια, μέσω ενός νόμου που πολλοί πολέμησαν και εν τέλει κρίθηκε αντισυνταγματικός. Πολλοί ωστόσο από τους επικριτές του νόμου, εμού συμπεριλαμβανομένου, επαίνεσαν τον Αντετοκούνμπο για την ενέργειά του, και γενικά δε χάνουν ευκαιρία να πανηγυρίσουν για κάθε διάκριση που φέρει αυτός για τον εαυτό του και τη χώρα μας.

Αυτό μοιάζει οξύμωρο καθώς ο Γιάννης Αντετοκούνμπο φαίνεται πως δε θα έπρεπε να έχει την ελληνική ιθαγένεια, δεδομένου ότι την απέκτησε με αντισυνταγματικό νόμο. Δεν έχει ελληνική καταγωγή και εξωτερικά δε μοιάζει με το πρότυπο του Έλληνα που έχουμε στο μυαλό μας. Η εντύπωση αυτή ωστόσο είναι παραπλανητική. Είναι πολλά ζητήματα που δεν έχουμε αντιληφθεί σωστά ως προς το θεσμό της ιθαγένειας και αυτό φάνηκε σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που αντιπολιτευθήκαμε το νόμο Ραγκούση.

Καταρχάς ο όρος ιθαγένεια δηλώνει μια καθαρά νομική κατάσταση. Δηλώνει το νομικό δεσμό μεταξύ ενός ανθρώπου και ενός κράτους, ο οποίος παράγει σειρά υποχρεώσεων και δικαιωμάτων και για τα δύο μέρη. Δεν πρόκειται για φυσική κατάσταση που υποδηλώνει την καταγωγή ή το DNA ή τα εθνολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Για αυτά υπάρχει ο όρος εθνικότητα. Οι δύο όροι δεν ταυτίζονται καθώς η ιθαγένεια δηλώνει μια τεχνητή-νομική-μεταβλητή σχέση ενώ η εθνικότητα μια φυσική-αμετάβλητη κατάσταση. Η διάσταση μεταξύ των δύο όρων φαίνεται και από το γεγονός πως υπάρχει δυνατότητα κανείς να έχει περισσότερες ιθαγένειες (πολυιθαγενής) ή και καθόλου ιθαγένεια (ανιθαγενής), δυνατότητα που προφανώς δε θα υπήρχε αν η ιθαγένεια συνδεόταν αποκλειστικά με την εθνικότητα, που εκ των πραγμάτων υπάρχει και είναι μοναδική.

Από κει και πέρα η βασική διάκριση τρόπων απονομής ιθαγένειας είναι σε δίκαιο του αίματος και δίκαιο του εδάφους. Το πρώτο συνδέει την ιθαγένεια αποκλειστικά με την καταγωγή από άτομα ίδιας ιθαγένειας. Το δεύτερο τη συνδέει με την παραμονή ή τη γέννηση στο έδαφος του κράτους απονομής ιθαγένειας. Στην πράξη τα περισσότερα κράτη επιλέγουν ένα συνδυασμό. Σε κάθε περίπτωση γίνεται αντιληπτό πως κανένα δε συνδέει στην πραγματικότητα την εθνικότητα με την ιθαγένεια, καθώς ακόμα και το δίκαιο του αίματος ως κριτήριο θέτει την ιθαγένεια των προγόνων και όχι την εθνικότητά τους (το γένος).

Ο νόμος Ραγκούση αποτελούσε την αποθέωση του δικαίου του εδάφους. Απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα και πολύ χαμηλά χρονικά όρια για την παροχή ιθαγένειας στους ήδη διαμένοντες. Για αυτό και καταργήθηκε ως αντισυνταγματικός.

Στην Ελλάδα η αντίδραση απέναντι στο δίκαιο του εδάφους πρόβαλλε ως βασικό επιχείρημα την ανάγκη συνέχισης του έθνους και διατήρησης των εθνολογικών μας χαρακτηριστικών. Με απλά λόγια ταύτιζε την ιθαγένεια με την εθνικότητα. Ήταν μια λάθος ταύτιση για πολλούς λόγους. Το δίκαιο του αίματος θέτει ως κριτήριο την ιθαγένεια των προγόνων, όχι την εθνικότητα. Τα δύο δεν ταυτίζονται για το λόγο ότι είναι δυνατό ένας Έλληνας στο γένος να μην έχει ιθαγένεια και αντιστρόφως ένας με ελληνική ιθαγένεια μπορεί να μην έχει ελληνική εθνικότητα.

Τα σχετικά παραδείγματα πολλά.

Μιγάδες με ελληνική ιθαγένεια από το γονέα τους, απόγονοι εθνοτήτων που είχαν μετακινηθεί στο παρελθόν και έκτοτε παρέμειναν σε ελληνικό έδαφος (πχ Σλάβοι που βρίσκονται στο χώρο ήδη από την εποχή του Βυζαντίου και οι απόγονοί τους παραμένουν ως σήμερα), πληθυσμοί που εκχριστιανίστηκαν ή εξελληνίστηκαν κι έκτοτε θεωρούνταν ομοεθνείς, ακόμα και άτομα που θεωρήθηκαν Έλληνες πολίτες καθαρά τιμητικά (πχ φιλέλληνες μετά την Επανάσταση). Άλλωστε ακόμα και από το προγενέστερο δίκαιο δεν αποκλείεται η απονομή ιθαγένειας σε αλλοεθνείς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Εν ολίγοις κανένα δίκαιο ιθαγένειας δε συνδέει ιθαγένεια με εθνικότητα, και σκοπός του δεν είναι η προστασία των εθνολογικών χαρακτηριστικών και της φυλής, ώστε να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαμόρφωσή του. Η διατήρηση αυτών διέπεται από τους νόμους της φύσης και δε μπορεί να επηρεάζεται από το νομικό χαρακτηρισμό ή μη κάποιου ως Έλληνα.

Ποιο πρέπει να είναι λοιπόν το κριτήριο σε ένα νόμο ιθαγένειας αν όχι η προστασία του έθνους από την αλλοίωση;

Απάντηση: Το συμφέρον του κράτους απονομής. Όπως προαναφέρθηκε ο νομικός δεσμός της ιθαγένειας δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις για το κράτος και τον πολίτη. Το κράτος απαιτεί από τον πολίτη φορολογία, στρατιωτική θητεία, συνεργασία με τις αρχές, υπακοή στους νόμους κτλ, και έχει άμεσα ή έμμεσα κέρδη από κάθε δραστηριότητα του. Ο δε πολίτης απαιτεί από το κράτος διπλωματική προστασία, υπαγωγή στο εθνικό δίκαιο και στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, παροχές και προστασία από τη διοίκηση κοκ.

Όπως γίνεται αντιληπτό υπάρχει μια ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων την οποία το κράτος προσπαθεί να διατηρεί προς όφελός του. Στο πλαίσιο αυτό απονέμει ιθαγένεια σε όσους έχουν να του προσφέρουν και προσπαθεί να αποφεύγει εκείνους από τους οποίους δεν έχει να κερδίσει τίποτα. Τα κριτήρια λοιπόν της ιθαγένειας των προγόνων και της γέννησης ή παραμονής στο έδαφος του κράτους αποσκοπούν με απλά λόγια να καταδείξουν το εξής: Πόσο έχει συνδεθεί η τύχη ενός ανθρώπου με το κράτος και κατ’ επέκταση τι έχει να κερδίσει το κράτος από τη σύνδεση μαζί του;

Συνήθως η ιθαγένεια των προγόνων αφενός έχει γεννήσει ένα συναισθηματικό δεσμό, αφετέρου έχει δημιουργήσει ως προς το τέκνο τετελεσμένα που δε μπορούν να αγνοηθούν. Το κυριότερο εξ’ αυτών είναι η χρήση της ελληνικής γλώσσας. Η γέννηση και η παραμονή στο έδαφος επίσης έχουν ως συνέπεια τη δημιουργία σχέσεων και την ανάπτυξη δραστηριότητας που αναπόφευκτα συνδέουν το άτομο με το κράτος. Για αυτό τα δύο αυτά κριτήρια έχουν αναχθεί ως βασικά για την απονομή ιθαγένειας.

Από κει και πέρα κάθε κράτος ξεχωριστά επιλέγει ανάλογα με την ιστορία, την παράδοση και τις εκάστοτε συνθήκες πως θα διαμορφώσει το δίκαιο ιθαγένειας. Στα ευρωπαϊκά κράτη η παράδοση είναι υπέρ του δικαίου του αίματος και η γενικότερη τάση είναι να περιορίζεται η δυνατότητα απονομής ιθαγένειας. Συναντώνται ωστόσο ρυθμίσεις με τις οποίες επιτρέπεται η απονομή ιθαγένειας σε εξαιρετικές περιπτώσεις, πχ σε ορισμένα κράτη η ιθαγένεια αγοράζεται, αλλού προσφέρεται ως ανταμοιβή για διενέργεια επενδύσεων, αλλού για εξαιρετικές αθλητικές ή επιστημονικές ή καλλιτεχνικές επιδόσεις κοκ

Ερώτημα: Δηλαδή πρέπει να μπορεί ο καθένας να πάρει την ελληνική ιθαγένεια αρκεί να έχει να προσφέρει στο κράτος;

Η απάντηση είναι αρνητική για το λόγο ότι υπάρχει ένας παράγοντας που πάντα είναι σταθερός ως προς το συμφέρον του κράτους της ιθαγένειας. Πρόκειται για την ανάγκη πολιτιστικής ομοιογένειας του λαού. Ειδικά σε έθνη σαν το ελληνικό που έχουν ιστορία και παράδοση χιλιετιών δε μπορεί να τίθεται σε κίνδυνο η ομοιογένεια με την οποία πορευθήκαμε έως σήμερα. Ο ελληνικός λαός πρέπει πάντα να αποτελεί φορέα διατήρησης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού. Ως ελάχιστο όριο λοιπόν σε κάθε νομό απονομής ιθαγένειας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διατήρηση της πολιτιστικής ομοιογένειας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη χρήση ελληνικής γλώσσας, την επαφή με τις παραδόσεις, τη γνώση της ιστορίας κοκ. Όποιος δεν πληροί τα πολιτισμικά κριτήρια δε μπορεί να λαμβάνει ελληνική ιθαγένεια, παρά μόνο κατά σπάνια εξαίρεση.

Επανερχόμαστε λοιπόν στο ζήτημα Αντετοκούνμπο.

Ο εν λόγω πήρε την ελληνική ιθαγένεια βάσει νόμου Ραγκούση χωρίς να είναι εθνολογικά Έλληνας. Σημαίνει αυτό ότι κακώς την πήρε; Όχι. Καλώς θεωρείται Έλληνας και καλώς καρπώνεται η Ελλάδα τις αθλητικές του επιτυχίες.

Μόνο να κερδίσει είχε το κράτος από την απονομή ιθαγένειας σε έναν παγκοσμίου βεληνεκούς ελπιδοφόρο αθλητή. Ως προς τα πολιτισμικά κριτήρια απονομής ιθαγένειας, φαίνεται να τα πληροί και με το παραπάνω, εφόσον έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα. Η δε αγάπη του για την Ελλάδα φαίνεται μεγαλύτερη από πολλών Ελλήνων το γένος. Και σε κάθε περίπτωση ένα άτομο με τέτοιες αθλητικές προοπτικές θα έπρεπε να μπορεί να θεωρηθεί Έλληνας έτσι κι αλλιώς, κι όχι να πρέπει να εκμεταλλεύεται αντισυνταγματικούς νόμους για να το καταφέρει.

Σε όλη τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας ισχυρά κράτη γίνονται αυτά που συγκεντρώνουν και αξιοποιούν χρήσιμες μονάδες. Είτε αυτοί είναι επιστήμονες είτε είναι στρατιωτικοί είτε είναι αθλητές είτε οτιδήποτε. Με τη δημιουργία μιας ικανής ελίτ πάει μπροστά και ο λαός. Και τα κράτη πάντα αποτελούν καθρέφτη του λαού.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.